Παρασκευή 9 Μαΐου 2008

Τέχνη [η Αρχιτεκτονική στην διάρκεια του 19ου αιώνα]


Διαρκής Επανάσταση[i]
Ο δέκατος ένατος αιώνας

Αυτό που ονόμασα «τομή στην παράδοση» και που χαρακτηρίζει την εποχή της Γαλλικής Επανάστασης, άλλαξε ριζικά τη θέση του καλλιτέχνη. Οι ακαδημίες και οι εκθέσεις, οι κριτικοί κι οι φιλότεχνοι είχαν κάνει ό,τι μπορούσαν για να δημιουργήσουν τη διάκριση ανάμεσα στην Τέχνη, με Τα κεφαλαίο και την απλή άσκηση μιας τέχνης, είτε ήταν ζωγραφική είτε αρχιτεκτονική. Τώρα, τα θεμέλια πάνω στα οποία είχε στηριχθεί η τέχνη σε όλη την διάρκεια της ύπαρξής της, υπονομευόταν από έναν άλλο παράγοντα. Η Βιομηχανική Επανάσταση άρχισε να εξουδετερώνει την ίδια την παράδοση της χειροποίητης δουλείας. Η χειροτεχνία υποχώρησε μπροστά στην παραγωγή της μηχανής. Το εργοστάσιο πήρε την θέση που είχε πριν το εργαστήρι.

Τα πιο άμεσα αποτελέσματα αυτής της αλλαγής φάνηκαν στην αρχιτεκτονική. Η έλλειψη στέρεης τεχνικής, μαζί με την επίμονη προσήλωση στο «στυλ» και την «ομορφιά», την αφάνισαν σχεδόν εντελώς. Τον δέκατο ένατο αιώνα κατασκευάστηκαν τόσα κτίρια όσα ίσως δεν είχαν χτιστεί σε όλους μαζί τους προηγούμενους αιώνες. Ήταν η εποχή της τεράστιας ανάπτυξης των πόλεων στην Αγγλία και την Αμερική, που μεταμόρφωσε απέραντες εκτάσεις σε «οικοδομήσιμες περιοχές». Η απεριόριστη όμως αυτή οικοδομική δραστηριότητα δεν είχε τον δικό της ρυθμό. Οι εμπειρικές αρχές και τα βιβλία με τα σχέδια που ίσχυαν ως την Γεωργιανή εποχή απορρίφθηκαν, γιατί θεωρήθηκαν πολύ απλά και «ακαλαίσθητα». Οι επιχειρηματίες ή τα δημοτικά συμβούλια που είχαν ανάγκη από ένα καινούριο εργοστάσιο, ένα σταθμό τρένου, ένα σχολικό κτίριο ή ένα μουσείο ζητούσαν και πλήρωναν «Τέχνη». Όταν λοιπόν εκπληρώνονταν οι άλλες προδιαγραφές του κτιρίου, ανέθεταν στον αρχιτέκτονα να διαμορφώσει μια πρόσοψη γοτθική ή να κάνει το κτίριο να μοιάζει με νορμανδικό πύργο ή με αναγεννησιακό ανάκτορο ή ακόμα και με τζαμί. Δέχονταν λίγο πολύ μερικές συμβάσεις, που δεν βελτίωναν όμως την κατάσταση. Οι εκκλησίες χτίζονταν συνήθως σε γοτθικό ρυθμό, επειδή ήταν ο ρυθμός της εποχής που την θεωρούσαν «Εποχή της Πίστης». Για τα θέατρα και τις λυρικές σκηνές χρησιμοποιούσαν συνήθως το Μπαρόκ, ενώ τα ανάκτορα και τα μέγαρα των υπουργείων χτίζονταν στον μεγαλόπρεπο ρυθμό της ιταλικής Αναγέννησης.

Θα ήταν άδικο να υποθέσουμε πως δεν υπήρχαν προικισμένοι αρχιτέκτονες τον δέκατο ένατο αιώνα. Και βέβαια υπήρχαν. Η κατάσταση όμως που βρισκόταν η τέχνη τους τούς έδενε τα χέρια. Όσο πιο ευσυνείδητα μάθαιναν να μιμούνται τους παλιούς ρυθμούς, τόσο λιγότερο ήταν πιθανόν να προσαρμοστούν τα σχέδιά τους στον σκοπό για τον οποίο προορίζονταν. Κι αν πάλι δεν ακολουθούσαν τις συμβάσεις του ρυθμού που έπρεπε να μιμηθούν, το αποτέλεσμα δεν ήταν και τόσο επιτυχημένο. Ορισμένοι αρχιτέκτονες του δέκατου ένατου αιώνα κατόρθωσαν να βρουν ένα δρόμο ανάμεσα στις δύο τούτες δυσάρεστες επιλογές και να δημιουργήσουν κτίρια που δεν ήταν ούτε ψευδοαρχαϊκά ούτε απλώς παράξενες επινοήσεις. Τα έργα τους έχουν γίνει ορόσημα στις πόλεις όπου βρίσκονται και έχουμε φτάσει σχεδόν στο σημείο να τα δεχόμαστε σαν τμήματα του φυσικού περιβάλλοντος. Αυτό ισχύει, π.χ. για το Αγγλικό Κοινοβούλιο στο Λονδίνο, που η ιστορία του είναι χαρακτηριστική για τις δύσκολες συνθήκες κάτω από τις οποίες δούλευαν οι αρχιτέκτονες της εποχής. Όταν το παλιό κτίριο κάηκε το 1834, έγινε διαγωνισμός και οι κριτές διάλεξαν την μελέτη του Σερ Τσαρλς Μπάρρυ (1795-1860), που ήταν αυθεντία στον ρυθμό της Αναγέννησης. Αισθάνθηκαν, ωστόσο, ότι οι πολιτικές ελευθερίες στην Αγγλία στηρίζονταν στα επιτεύγματα του Μεσαίωνα και επομένως ήταν δίκαιο και σωστό να οικοδομήσουν το ιερό της Βρετανικής Ελευθερίας σε γοτθικό ρυθμό – μια άποψη, εξάλλου, που ίσχυσε κι όταν αναστηλώθηκε το Κοινοβούλιο μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, αφού είχε καταστραφεί από τους γερμανικούς βομβαρδισμούς. Ο Μπάρρυ λοιπόν έπρεπε να συμβουλευθεί έναν ειδικό του γοτθικού ρυθμού, τον Α. Β. Ν. Πιούτζιν[ii] (1812-1852), ανένδοτο πρόμαχο της Γοτθικής Αναβίωσης. Η συνεργασία κανονίστηκε ως εξής: ο Μπάρρυ θα καθόριζε το γενικό σχήμα και την διάρθρωση του κτιρίου, ενώ ο Πιούτζιν θα αναλάμβανε την διακόσμηση της πρόσοψης και του εσωτερικού. Σ’ εμάς αυτή η διαδικασία δεν θα φαινόταν και τόσο ικανοποιητική, το αποτέλεσμα όμως δεν είναι κακό. Όταν τα δει κανείς από μακριά, μέσα από την ομίχλη του Λονδίνου, τα περιγράμματα του Μπάρρυ έχουν κάποια μεγαλοπρέπεια κι από κοντά οι γοτθικές λεπτομέρειες κρατάνε κάτι από την ρομαντική τους γοητεία.
________________________

[i] Ερνστ Γκόμπριτς, «το Χρονικό της Τέχνης», κεφ. 25, σελ. 499-501, έκδοση του Μορφωτικού Ιδρύματος της Εθνικής Τραπέζης, Αθήνα 1994
[ii] Αύγουστος Ουέμπυ Νόρθμορ Πιούτζιν