Τετάρτη 20 Φεβρουαρίου 2008

Δίκαιο

Ο δικαστικός αγώνας των ομηρικών χρόνων

Η αρχαιότερη περιγραφή δικαστικού αγώνα περικλείεται στην Ιλιάδα. Το σχετικό απόσπασμα, όπου γίνεται λόγος για την εικόνα που ήταν χαραγμένη επάνω στην ασπίδα του Αχιλλέα, παρουσιάζει ιδιαίτερα μεγάλες ερμηνευτικές δυσχέρειες. Βλέπουμε, ωστόσο, ότι πρόκειται για την εικαστική αναπαράσταση μιας διένεξης που προέκυψε από τη θανάτωση ενός προσώπου. Κατά τους ομηρικούς χρόνους, η ανθρωποκτονία, που παλαιότερα δημιουργούσε υπέρ της οικογένειας του θύματος δικαίωμα αυτοδικίας, παρείχε στον δράστη την δυνατότητα εξαγοράς της αυτοδικίας μέσω της καταβολής περιουσιακών αγαθών στους δικαιούχους. Η αποδοχή των περιουσιακών στοιχείων για την εξαγορά του δικαιώματος αυτοδικίας (ποινή) υπήρξε αρχικά προαιρετική για την οικογένεια του θύματος, στην συνέχεια όμως έγινε υποχρεωτική. Στην ομηρική σκηνή, δύο πρόσωπα φιλονεικούν για το αν μεσολάβησε ή όχι εξαγορά του δικαιώματος αυτοδικίας και, για το λόγο αυτό, προσφεύγουν στη δικαιοσύνη. Σε μια πρώτη φάση, απευθύνονται στον ίστορα, ο οποίος, αφού ακούσει τα επιχειρήματά τους, προσπαθεί να τους συμβιβάσει. Κάθε ένας από τους αντιδίκους έχει με το μέρος του μια μερίδα από το συγκεντρωμένο πλήθος, που συγκρατείται από τους κήρυκες. Ο ίστωρ της ομηρικής σκηνής δεν καταφέρνει να συμβιβάσει τους αντιπάλους, οι οποίοι απευθύνονται στο συμβούλιο των γερόντων. Το αξιοπερίεργο της δικαστικής αυτής σκηνής είναι ότι οι γέροντες δεν εκδίδουν απόφαση, αλλά ο ένας μετά τον άλλον εκφέρουν γνώμη (αρχικά έννοια του όρου δικάζειν) και υπερισχύει η άποψη που θα κριθεί ορθότερη. Η ομηρική περιγραφή γεννά πολλά ερωτηματικά. Αφήνει όμως να διαφανεί ότι, ήδη από τον 8ο αιώνα π.Χ., οι κοινωνίες προβληματίζονταν σχετικά με τα στάδια που απαιτούσε η δικαστική επίλυση μιας ιδιωτικής διαφοράς.

Θέμις – δίκη – νόμος

Οι όροι δίκαιο, με την έννοια της έννομης τάξης και νόμος απουσιάζουν από τα ομηρικά έπη. Αντίθετα, απαντούν συχνά οι όροι θέμις και δίκη. Ο όρος θέμις, που χρησιμοποιείται ήδη από τους μυκηναϊκούς χρόνους, εκτός από την ομώνυμη θεότητα, υποδηλώνει την σταθερότητα που αντιδιαστέλλεται στη βία ή ακόμα τις θεϊκές αποφάσεις και τους χρησμούς. Η ομώνυμη θεότητα υπαγορεύει αποφάσεις εμπνευσμένες από το Δία. Από τη λέξη θέμις προέρχεται ο όρος θέμιστες, ο οποίος συνδέεται με την απονομή της δικαιοσύνης από αρχαϊκούς δικαστές, τους δικασπόλους. Και η Δίκη υπήρξε θεότητα του ελληνικού πανθέου. Η λέξη δίκη ετυμολογείται από το ρήμα δεικνύναι. Προτού αποκτήσει την έννοια του δικαστικού αγώνα και του ένδικου μέσου, ο όρος δίκη σήμαινε την δικαιοσύνη και την δικαστική απόφαση.

Η έννοια του νόμου – η λέξη προέρχεται από το ρήμα νέμω (μοιράζω) – πρωτοεμφανίζεται στο έργο του Ησίοδου. Έχει θεία προέλευση και η συμμόρφωση προς το περιεχόμενο του νόμου διακρίνει τον άνθρωπο από τα ζώα. Στους χρόνους του Ησιόδου, ο νόμος συγχέεται ακόμα με τις θρησκευτικές πεποιθήσεις, τις επιταγές της κοινωνικής ηθικής ή ακόμα και με τους κανόνες της υγιεινής. Οι πρώτοι μεγάλοι νομοθέτες (Ζάλευκος[1] και Χαρώνδας[2], 7ος αι. π.Χ.) έζησαν προτού η έννοια του νόμου περιέλθει αποκλειστικά στην ανθρώπινη αρμοδιότητα, πράγμα που δεν θα συμβεί παρά στα τέλη του 6ου ή τις αρχές του 5ου αιώνα, οπότε και παύει να χρησιμοποιείται ο προγενέστερος όρος θεσμός. Ακόμα και στο Πίνδαρο (520-460 π.Χ.), η έκφραση νόμος πάντων βασιλεύς συνδέεται με την κοσμική τάξη, μέρος της οποίας αποτελεί και η έννομη τάξη. Από τη δισυπόστατη φύση του νόμου (κανόνας της κοσμικής ή της μεταφυσικής τάξης και αναγκαστικός κανόνας ανθρώπινης συμπεριφοράς) πήγασε η ιδέες της σύγκρουσης μεταξύ δύο επιταγών, μεταξύ των άγραφων νόμων και των αναγκαστικών κανόνων που επέβαλε η πόλις, θέμα που αποτέλεσε τον πυρήνα της αρχαίας τραγωδίας.

Νομοθεσία

Κατά τον 7ο αιώνα π.Χ., η ανάγκη καταγραφής του ισχύοντος άγραφου δικαίου εμφανίζεται επιτακτική και, εφεξής, εφικτή. Σε πολλές περιοχές του ελλαδικού κόσμου (Σπάρτη, μεγάλη Ελλάδα, Ιωνία, Αθήνα), ανατίθεται σε πρόσωπα κοινής εμπιστοσύνης (αισυμνήται στις πόλεις της Ιωνίας και της Αιολίας, νομοθέται στην υπόλοιπη Ελλάδα), η σύνταξη των νόμων. Η νομοθεσία συνδέεται με δύο άλλα φαινόμενα που χαρακτηρίζουν τον 8ο και 7ο αιώνα, τη διάδοση της γραφής[3] και τους αποικισμούς. Η γραφή, το «όχημα του δικαίου» όπως έχει χαρακτηριστεί, υπήρξε αναγκαία προϋπόθεση για την καταγραφή του αρχαϊκού δικαίου. Η δε ανάγκη σύνταξης νόμων πρόβαλλε επιτακτική στις ελληνικές αποικίες, όπου χρειαζόταν να δοθεί ένας «κώδικας» στους αποίκους, άτομα από διαφορετικούς τόπους καταγωγής και, κατά συνέπεια, με διαφορετικές δικαιικές εμπειρίες.
________________________________

[1] Ζάλευκος – Όπως οι θεμιστές συνδέονταν κατά τρόπο άμεσο (χρησμοί) ή έμμεσο (αποφάσεις βασιλέων) με την θρησκεία, έτσι και οι πρώτες νομοθεσίες αποδίδονται σε μεταφυσική παρέμβαση. Γύρω στο 663 π.Χ., στους Επιζεφύριους Λοκρούς της Κάτω Ιταλίας, ο Ζάλευκος εκδίδει, μετά από χρησμό που του υπαγόρευσε η θεά Αθηνά, σειρά νόμων που, αργότερα, υιοθετήσαν και άλλες ελληνικές πόλεις. Στο νομοθετικό έργο του Ζάλευκου, όπως έχει διασωθεί από μεταγενέστερους συγγραφείς, διαφαίνεται η προσπάθεια του νομοθέτη να αποτρέψει κάθε μελλοντική μεταβολή, τόσο στο πεδίο του δημόσιου δικαίου, όσο και στο χώρο των ιδιωτικών έννομων σχέσεων. Για τον ίδιο σκοπό, ο Σόλων θα περιλάβει στην νομοθεσία του ρητή διάταξη που απαγόρευε την μεταβολή των νόμων. Περιορισμός της δυνατότητας μεταβολής και ερμηνείας των νόμων, καθορισμός της ποινής από τον νόμο και όχι πλέον από τον δικαστή, απαγόρευση απαλλοτρίωσης της γης (μόνο σε περίπτωση αφεύκτου ανάγκης), αρνητική στάση της έννομης τάξης απέναντι στις πιστωτικές συναλλαγές ή ακόμα η «αρχή του ίσου» [talio, lex talionis], που περιλαμβάνονται στην νομοθεσία του Ζάλευκου, αποτελούν μέτρα μέσω των οποίων περιορίζεται ο κίνδυνος ριζικών μεταβολών των πολιτειακών και κοινωνικών δομών.
[2] Χαρώνδας – Ο Χαρώνδας, που έζησε στην Κατάνη της Σικελίας, περιέλαβε στο νομοθετικό του έργο διατάξεις κοινωνικού περιεχομένου (προστασία ορφανών, εγκαταλειφθέντων συζύγων, ενδεχομένως υποχρεωτική παιδεία και δωρεάν ιατρική περίθαλψη) και, όπως και ο Ζάλευκος, κράτησε εχθρική στάση απέναντι στις πιστωτικές δικαιοπραξίες, στις οποίες δεν παρείχε ένδική προστασία. Οι νόμοι του Χαρώνδου υιοθετήθηκαν και από άλλες πόλεις, από την Κάτω Ιταλία και τη Σικελία μέχρι το εσωτερικό της Μικράς Ασίας.
[3] Οι συγγραφείς αναφέρονται στην διάδοση της φοινικικής αλφαβήτου
_____________________________
από το βιβλίο των Σπύρου Τρωϊάνου και Ιουλίας Βελισσαροπούλου-Καράκωστα "Ιστορία Δικαίου, από την αρχαία στην νεώτερη Ελλάδα", εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα, Αθήνα-Κομοτηνή 1997