Τρίτη 19 Φεβρουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Η πείνα[1]
Κνουτ Χαμσουν[2]

Ανασηκώθηκα, πήγα στην άκρη του κρεβατιού κι έψαξα μέσα σ’ ένα κουτί, αναζητώντας λίγο φαΐ για πρωινό, όμως δεν βρήκα τίποτα και ξαναγύρισα στο παράθυρο.

Ο Θεός μόνο ξέρει, σκέφτηκα, αν με βοηθήσει σε κάτι το να βρω κάποια δουλειά ! Αυτές οι πολλαπλές αρνήσεις, οι αόριστες υποσχέσεις, τα ξερά «όχι», αυτές οι ελπίδες που μεγάλωναν κι ύστερα έσβυναν, οι νέες προσπάθειες που κάθε φορά κατέληγαν στο μηδέν, είχαν συντρίψει το κουράγιο μου. Την τελευταία φορά, είχα παρουσιαστεί για μια θέση ταμία σε καφετέρια, αλλά έφτασα δεύτερος. Κι επιπλέον δεν μπορούσα να καταλάβω την απαιτούμενη εγγύηση των πενήντα κορόνων. Πάντα εμφανιζόταν κάποιο εμπόδιο. Είχα παρουσιαστεί επίσης στο Πυροσβεστικό Σώμα. Ήμασταν καμιά πενηνταριά άντρες στη σειρά, με φουσκωμένο το στήθος, για να δώσουμε μια εντύπωση δύναμης και θάρρους. Ένας επιθεωρητής πηγαινοερχόταν εξετάζοντας τους υποψηφίους, δοκίμαζε τα μπράτσα τους και τους έκανε ερωτήσεις. Ούτε καν σταμάτησε μπροστά μου και περιορίστηκε να κουνήσει το κεφάλι του, λέγοντας ότι απορριπτόμουν εξ’ αιτίας των γυαλιών μου. Ξαναπαρουσιάστηκα μια δεύτερη φορά χωρίς γυαλιά. Στεκόμουν με τα φρύδια σμιχτά, με τα μάτια διαπεραστικά σαν μαχαίρια, αλλά και πάλι ο επιθεωρητής πέρασε από εμπρός μου χαμογελώντας … μάλλον με είχε αναγνωρίσει. Το χειρότερο απ’ όλα ήταν ότι τα ρούχα μου είχαν αρχίσει να φθείρονται τόσο πολύ, που δεν μπορούσα πλέον να παρουσιαστώ για κάποια θέση ντυμένος ευπρεπώς.

Με τί σταθερό ρυθμό, με τί ομοιόμορφη κίνηση κατρακυλούσα συνεχώς. Είχα καταλήξει σε σημείο να μην έχω ούτε χτένα, ούτε ένα βιβλίο να διαβάσω, όταν η ζωή μου γινόταν αβάσταχτη. Όλο το καλοκαίρι περιπλανιόμουν στα νεκροταφεία και στο πάρκο του Πύργου, όπου καθόμουν κι έγραφα άρθρα για εφημερίδες, στήλη με στήλη, σχετικά με τα πιο ετερόκλητα θέματα : παράξενες επινοήσεις, τρέλες, φαντασιώσεις του ταραγμένου μυαλού μου. Μέσα στην απόγνωσή μου, διάλεγα συχνά τα πιο ανεπίκαιρα θέματα, που μου κόστιζαν πολύωρες προσπάθειες και απορρίπτονταν συστηματικά. Μόλις τελείωνα ένα κείμενο άρχιζα αμέσως κάποιο καινούργιο και σπάνια απογοητευόμουν από τις αρνητικές απαντήσεις των αρχισυντακτών. Έλεγα διαρκώς στον εαυτό μου ότι τελικά, κάποια μέρα, θα πετύχαινα. Και πράγματι, όταν είχα την τύχη να γράψω κάποιο καλό άρθρο, ήταν φορές που έπαιρνα και πέντε κορώνες, για ένα απόγευμα δουλειάς.

Ανασηκώθηκα και πάλι, έφυγα από το παράθυρο και πήγα προς την καρέκλα που μου χρησίμευε για τουαλέτα. Έριξα λίγο νερό πάνω στα γυαλιστερά γόνατα του παντελονιού μου, για να σκουραίνουν και να δείχνει πιο καινούργιο. Όταν τελείωσα, έβαλα, όπως το συνήθιζα, μερικά φύλλα χαρτιού κι ένα μολύβι στην τσέπη μου και βγήκα έξω. Κατέβαινα αθόρυβα τη σκάλα, για να μην τραβήξω την προσοχή της θυρωρού μου. Είχαν περάσει μερικές μέρες από την ημερομηνία που έπρεπε να πληρώσω το νοίκι μου και δεν είχα δεκάρα.

Ήταν εννιά η ώρα. Ο θόρυβος απ’ τις άμαξες και τις φωνές γέμιζε τον αέρα: μια απέραντη χορωδία, όπου έσμιγαν τα βήματα των πεζών και ο ήχος από τα καμτσίκια των αμαξάδων. Αυτή η θορυβώδης και πολύπλευρη κυκλοφορία με αναζωογόνησε αμέσως κι άρχισα να αισθάνομαι ολοένα και πιο ευχαριστημένος. Αυτό που είχα στο μυαλό μου ήταν ένας περίπατος στον δροσερό αέρα του πρωινού. Τί χρειαζόταν ο αέρας στα πνευμόνια μου; Ένοιωθα δυνατός σαν γίγαντας και θα μπορούσα να σταματήσω ολόκληρη άμαξα με τον ώμο μου. Μια παράξενη και λεπτή αίσθηση με κυρίευε, η αίσθηση όλης αυτής της χαρούμενης ανεμελιάς. Άρχισα να παρατηρώ τους ανθρώπους που συναντούσα ή ξεπερνούσα και περπατούσα, διαβάζοντας τις αφίσες στους τοίχους, συλλαμβάνοντας την εντύπωση μιας ματιάς που μου έριχναν μέσα από κάποιο περαστικό τραμ, αφήνοντας να μπαίνουν μέσα μου και οι πιο ασήμαντες λεπτομέρειες, όλα τα μικρά τυχαία περιστατικά που εμφανίζονταν εμπρός μου κι ύστερα εξαφανίζονταν.

Αν είχα και κάτι να έτρωγα, μια τόσο όμορφη μέρα ! Η εντύπωση αυτού του όμορφου πρωινού με κυρίευσε, ήμουν ανίκανος να ελέγξω τη χαρά μου κι άρχισα να σιγοτραγουδώ από ευτυχία, δίχως συγκεκριμένο λόγο. Μπροστά σ’ ένα κρεοπωλείο, μια γυναικούλα, με το πανέρι της στο χέρι, είχε σταματήσει και κοίταζε σκεπτική τα λουκάνικα για το πρωινό της. Όταν πέρασα από δίπλα της με κοίταξε. Όλα τα μπροστινά της δόντια έλειπαν. Νευρικός κι ευαίσθητος όπως είχα γίνει, αυτές τις μέρες, το πρόσωπο της γυναίκας μού προξένησε μια βαθιά αίσθηση αηδίας. Το μοναδικό κίτρινο δόντι της έμοιαζε με μικρό δάχτυλο που έβγαινε από τη μασέλα της και το βλέμμα της ήταν ακόμη γεμάτο λουκάνικά, όταν στράφηκε προς το μέρος μου. Ξαφνικά μου έφυγε η όρεξη κι ένοιωσα αναγούλα. Φτάνοντας στην Κρεαταγορά, πήγα στην κρήνη και ήπια νερό. Κοίταξα ψηλά … το ρολόι του καμπαναριού του Σωτήρος έδειχνε δέκα η ώρα.

Συνέχισα να βαδίζω στους δρόμους, περιπλανιόμουν δίχως να με απασχολεί τίποτα, σταμάτησα σε κάποια γωνιά χωρίς λόγο, άλλαξα κατεύθυνση και πήρα μια πλάγια οδό, όπου δεν είχα καμιά δουλειά. Άφηνα τα πράγματα να κυλούν, περιδιαβαίνοντας στο χαρούμενο πρωινό, νανουρίζοντας την ξεγνοιασιά μου εδώ κι εκεί, ανάμεσα στους άλλους ευτυχείς θνητούς. Ο αέρας ήταν κενός και διάφανος και δεν υπήρχε ούτε ο παραμικρός ίσκιος στην ψυχή μου.
_______________________


[1] «Η Πείνα» [εκδόσεις Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 1997], το διασημότερο έργο του Χάμσουν προσεγγίζει το ζήτημα της μοναξιάς και της εξαθλίωσης του ανθρώπου που κάνει το «λάθος» να καταπιαστεί με τα πνευματικά έργα, μέσα σ’ έναν υλιστικό κόσμο. Υπό αυτή την έννοια «η Πείνα» συσχετίζεται με τον «Υπόγειο» του Ντοστογιέφσκυ και τον «Λύκο της στέππας» του Έσσε. Ο αναγνώστης νοιώθει κυριολεκτικά στα σπλάχνα του την φοβερή αίσθηση της πείνας που κατατρώει το ήρωα, από την πρώτη μέχρι και την τελευταία σελίδα του βιβλίου.
[2] Ο Κνουτ Χαμσουν (ψευδώνυμο του Κνουτ Πέντερσεν) γεννήθηκε στο Λομ της Νορβηγίας, το 1859. Τα δύσκολα παιδικά χρόνια και η καθημερινή ζωή στην νορβηγική ύπαιθρο επηρέασαν ολόκληρο το έργο του. Το 1882 μετανάστευσε στις ΗΠΑ, όπου έζησε επτά χρόνια. Το 1889 επιστέφει στην Νορβηγία και δημοσιεύει το έργο «Για την πνευματική ζωή στη σύγχρονη Αμερική», μέσω του οποίου ασκούσε έντονη κριτική στις Ηνωμένες Πολιτείες. Το 1890 δημοσιεύει την «Πείνα», με την οποία καθιερώνεται στο ευρύ κοινό. Το 1920 τιμήθηκε με το βραβείο Νόμπελ. Επηρεασμένος από τον Νίτσε, την συμπάθεια που έτρεφε για τους Γερμανούς και τον έντονο αντισημιτισμό του, τάσσεται υπέρ του χιτλερικού καθεστώτος. Η αντίστοιχη ενθουσιώδης υποδοχή των έργων του στην Γερμανία και το πλήθος των μεταφράσεων, λόγω του Νόμπελ, συνετέλεσαν στο επεκταθεί η φήμη του στο παγκόσμιο κοινό. Μετά τη λήξη του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου συνελήφθη, παραπέμφθηκε σε δίκη, εγκλείστηκε σε ψυχιατρείο και λίγο αργότερα αφέθηκε ελεύθερος. Πέθανε το 1952, στο αγρόκτημά του στο Γκρήμσταντ, απομονωμένος και ένοχος στα μάτια του κόσμου.