Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Ηθική φιλοσοφία

Απέναντι στον θάνατο

Ο θάνατος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου επαναφέρει, δυναμικά, στο προσκήνιο καίρια βιοηθικά ζητήματα
[1] γύρω από τα προβλήματα της εγκαρτέρησης στην διάρκεια της αρρώστιας και της αντιμετώπισης του θανάτου. Ένα πρόσθετο ερώτημα που προκύπτει από την ομολογουμένως γενναία απόφαση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου να αντιμετωπίσει το αναπόδραστο γεγονός του επερχόμενου θανάτου του, εναποθέτοντας την ζήση του στα χέρια του Θεού, αρνούμενος την εισαγωγή του σε κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα και επιλέγοντας να τελευτήσει στο σπίτι του, σχετίζεται με το κατά πόσο μια τέτοια άρνηση συνιστά μορφή εκούσιας ευθανασίας, με την ενεργή συμμετοχή των θεραπόντων ιατρών, οι οποίοι, σεβόμενοι την βούληση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, δεν αντέλεξαν δραστικά, εξαντλώντας στο έπακρο κάθε δυνατό μέσο στον αγώνα για την αποτροπή του μοιραίου. Η προβληματική αυτή μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε κατά πόσο τελικά ο όρκος του Ιπποκράτους[2] καλύπτει και εκείνες τις περιπτώσεις όπου η άρνηση του ασθενούς να δεχτεί την βοήθεια των θεραπόντων ιατρών, όσο μάταιη κι αν είναι η τελευταία, ακυρώνει την όποια θεραπευτική ενέργεια και κατά πόσο η λύση θα μπορούσε να είναι, σε αντίθεση με τον σεβασμό της βούλησης του ασθενούς, ο καταναγκασμός στο όνομα μιας ύστατης μάχης υπέρ του αγαθού της ζωής. Βεβαίως ο Ιπποκράτης, στην συγκεκριμένη ερώτηση, απαντά με επαρκή σαφήνεια, αφού κάνει λόγο για επέμβαση του θεράποντος ιατρού κατόπιν προσκλήσεως και όχι αυθαιρέτως και επιπλέον ζητά από τον ιατρό να μην οδηγεί με θετικές πράξεις ή συμβουλές τον ασθενή στο θάνατο, αλλά δεν παίρνει σαφή θέση κατά των αποθετικών ενεργειών.

Ι.Λ.

Ο Επίκτητος…καθιστά την εγκαρτέρηση την πιο ενάρετη απάντηση σε μια αρρώστια.

Αν βλέπουμε τον θάνατό μας ως μέρος του ρόλου που παίζουμε στην ευρύτερη κοσμική τάξη, μπορούμε να βρούμε κάτι που έχει νόημα, ακόμη και σε έναν αξιοθρήνητα οδυνηρό σωματικό θάνατο. Σε ένα σημείο του εγχειριδίου του ο Επίκτητος υποστηρίζει ότι όλος ο κόσμος είναι μία σκηνή[3] :

«Μέμνησο, ότι υποκριτής ει δράματος, οίου αν θέλει ο διδάσκαλος, αν βραχύ, βραχέος, αν μακρόν, μακρού, αν πτωχόν υποκρίνασθαι σε θέλη, ίνα και τούτον ευφυώς υποκρίνη αν χωλόν, αν άρχοντα, αν ιδιώτην. Σον γαρ τούτ’ έστι, το δοθέν υποκρίνασθαι πρόσωπον καλώς, εκλέξασθαι δ’ αυτό άλλου[4]

«Να θυμάσαι ότι είσαι ηθοποιός θεατρικού έργου, τη φύση του οποίου θέλησε ο δάσκαλος, αν το θέλησε σύντομο, θα είναι σύντομο, αν μακρύ, θα είναι μακρύ, αν σε ιέλει να υποδύεσαι τον φτωχό, να τον υποδυθείς με επιδεξιότητα, όπως και τον χωλό, τον άρχοντα, τον απλό πολίτη. Γιατί αυτό είναι το καθήκον σου, να υποδύεσαι καλά το πρόσωπο που σου έχει ανατεθεί, η επιλογή όμως αυτού είναι άλλου δουλειά.»

Σύμφωνα με την άποψη του Επίκτητου για τη ζωή[5], ακόμη και η τελική σκηνή μας ίσως να έχει κάτι ιδιαίτερο να μας προσφέρει. Αντί να φοβάσαι το θάνατό σου, ο Επίκτητος υποστηρίζει ότι πρέπει «να τον κάνεις δόξα σου ή μια ευκαιρία για σένα που θα δείξει στην πράξη τί είδος προσώπου είναι ο άνθρωπος ο οποίος συμμορφώνεται με τη θέληση της φύσης»[6].
_______________________

[1] Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε από πολύ νωρίς καταπιαστεί με το σύνολο των βιοηθικών προβλημάτων, ως μέρους της συνολικής ηθικής.
[2] «Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε» και παρακάτω «Ες οικίας δε οκόσας αν εσίω, εσελεύσομαι επ’ ωφελείη καμνόντων»
[3] Πρβλ. δημοσίευση της 7ης Σεπτεμβρίου 2007
[4] Εγχειρίδιο, κεφ. 17
[5] Πρβλ. δημοσίευση 10ης Οκτωβρίου 2007
[6] Διατριβαί, Ι.27.9-10