Τετάρτη 9 Ιανουαρίου 2008

Πόλεμος και Κοινωνία

Το απόσπασμα που ακολουθεί από το Β΄ βιβλίο της Ιστορίας του Θουκυδίδη περιγράφει με γλαφυρό και ταυτόχρονα αντικειμενικό τρόπο το κύριο γεγονός του δεύτερου χρόνου του πελοποννησιακού πολέμου, τον μεγάλο λοιμό, που έπληξε την Αθήνα και έγινε η αιτία να χαθεί το 1/5 του πληθυσμού της Αττικής. Αποτελεί, παράλληλα επιστημονική ιστορική αποτύπωση των γεγονότων της εποχής και κοινωνιολογική πραγματεία. Τα πάθη και οι αδυναμίες των πολιτών, ταυτόσημα με τα αιώνια πάθη των ανθρώπων της κάθε εποχής, ξεδιπλώνονται σε όλο τους το μεγαλείο, όταν η αρρώστια καταδεικνύεται ανίκητη. Η ηθική μεταβάλλεται άρδην, οι φίλοι εγκαταλείπουν τους φίλους και οι συγγενείς τους συγγενείς, ο σεβασμός προς τους νεκρούς εκλείπει, το κυνήγι των βραχυπρόθεσμων απολαύσεων γίνεται ο απόλυτος στόχος ενός βίου δίχως προοπτική, ο θάνατος και η δυστυχία των άλλων γίνονται η αιτία περιουσίες ν’ αλλάζουν χέρια και τέλος οι προλήψεις κυριαρχούν κι οι προφητείες αντικαθιστούν την λογική.

Ι.Λ.

… Μόλις άρχισε το καλοκαίρι, οι Πελοποννήσιοι και οι σύμμαχοί τους, με τα δύο τρίτα της συνολικής τους δύναμης, έκαναν εισβολή στην Αττική όπως και τον πρώτο χρόνο. Αρχηγός ήταν ο Αρχίδαμος του Ζευξιδάμου, βασιλεύς των Λακεδαιμονίων. Οργάνωσαν στρατόπεδο και άρχισαν να λεηλατούν την ύπαιθρο. Δεν ήσαν πολλές μέρες στην Αττική όταν, για πρώτη φορά παρουσιάστηκε στην Αθήνα η λοιμική. Λέγεται ότι η αρρώστια είχε άλλοτε παρουσιαστή και σ’ άλλα μέρη, στην Λήμνο και σ’ άλλους τόπους, αλλά πουθενά δεν θυμόνταν επιδημία σε τόση έκταση και τόσο θανατηφόρα. Ούτε οι γιατροί, που για πρώτη φορά αντιμετώπιζαν την αρρώστια και δεν την ήξεραν, μπορούσαν να βοηθήσουν (αντίθετα πέθαιναν οι περισσότεροι επειδή έρχονταν σ’ επαφή με τους αρρώστους) ούτε τίποτε άλλο. Και οι παρακλήσεις στους Θεούς και στα μαντεία δεν ωφέλησαν σε τίποτε και οι άνθρωποι, αποκαμωμένοι από την λοιμική, τα παράτησαν κι αυτά.

Η λοιμική πρωτοεμφανίστηκε, όπως λένε, στην Αιθιοπία, πέρα από την Αίγυπτο. Έπειτα κατέβηκε στην Λιβύη και σε πολλά μέρη της αυτοκρατορίας του Βασιλέως. Στην Αθήνα έπεσε ξαφνικά. Πρώτα εμφανίστηκε στον Πειραιά, όπου διαδόθηκε ότι οι Πελοποννήσιοι είχαν δηλητηριάσει τα πηγάδια (ο Πειραιάς δεν είχε ακόμα βρύσες) και μετά απλώθηκε και στην απάνω πόλη, όπου άρχισαν να πεθαίνουν πάρα πολλοί. Αφήνω στον καθένα, γιατρό ή αδαή, να εξηγήση κατά τα όσα ξέρει, από πού ήρθε και ποια ήταν η αιτία της λοιμικής που προκαλούσε τέτοιαν αναταραχή στον οργανισμό, οδηγώντας τον από την υγεία στον θάνατο. Εγώ, που αρρώστησα ο ίδιος και είδα, με τα μάτια μου, άλλους ν’ αρρωσταίνουν, θα περιγράψω την αρρώστια και τα συμπτώματά της ώστε αν τύχη και ξανάρθη ποτέ, να τα έχη ο καθένας υπ’ όψη του και να ξέρη τη αρρώστια για να πάρη καλά τα μέτρα του.

Τον χρόνο εκείνο, όπως το παραδέχονται όλοι, σημειώθηκαν πολύ λίγες αρρώστιες και όσοι υπέφεραν από κάτι άλλο προγενέστερα, πάθαιναν την αρρώστια ξαφνικά. Στην αρχή με δυνατούς πονοκεφάλους, ψηλό πυρετό, με φλόγωση των ματιών, που κοκκίνιζαν. Το στόμα βρωμούσε. Μετά απ’ αυτό άρχιζε φτέρνισμα και η αρρώστια κατέβαινε ύστερα από λίγο στο στήθος, προκαλώντας δυνατό βήχα. Όταν κατέβαινε στην καρδιά, προκαλούσε μεγάλη αναταραχή και πολύ οδυνηρούς εμετούς και κενώσεις κάθε είδους χολής, απ’ τα όσα έχουν περιγράψει οι γιατροί. Μετά, τους περισσότερους τους έπιανε λόξυγγας που προκαλούσε δυνατούς σπασμούς. Σ’ άλλους σταματούσε γρήγορα, σ’ άλλους κρατούσε πολύ. Το σώμα, εξωτερικά, δεν ήταν, στην αφή, πολύ θερμό ούτε κίτρινο, αλλά κοκκινωπό και χλωμό, γεμάτο φουσκαλίδες κ’ εξανθήματα. Όμως, ο εσωτερικός πυρετός ήταν τόσο μεγάλος, ώστε οι άρρωστοι δεν μπορούσαν να υποφέρουν ούτε τα πιο λεπτά ρούχα ούτε σεντόνια ούτε άλλο τι και ήθελαν να μένουν γυμνοί. Ένιωθαν μεγάλη ανακούφιση αν μπορούσαν να μπουν σε δροσερό νερό. Και πολλοί, που δεν είχαν κανένα να τους προσέχη, αυτό έκαναν, κ’ έπεφταν στις στέρνες τυραννισμένοι από ακατάπαυστη δίψα που όσο κι αν έπιναν δεν μπορούσαν να την σβήσουν. Δεν μπορούσαν να βρουν καμιά ανάπαυση και τους βασάνιζε η αϋπνία. Όσο η αρρώστια ήταν στην οξεία φάση της, το σώμα άντεχε καταπληκτικά και δεν αδυνάτιζε. Έτσι, οι περισσότεροι πέθαιναν ή την έβδομη ή την ένατη μέρα από τον ψηλό πυρετό, ενώ είχαν ακόμα δυνάμεις. Αν περνούσαν αυτό το στάδιο, τότε η αρρώστια κατέβαινε στην κοιλιά όπου προκαλούσε έλκος και ακατάσχετη διάρροια και τότε, οι περισσότεροι πέθαιναν από εξάντληση. Η αρρώστια διαπερνούσε όλο το σώμα κι αν κανείς άντεχε, περνούσε στα άκρα όπου φανερώνονταν τα σημάδια της. Πρόσβαλλε τα γεννητικά όργανα και τα χέρια και τα πόδια. Πολλοί σώθηκαν, άλλοι έμειναν παράλυτοι στα άκρα τους. Άλλοι έχασαν το φως τους και άλλοι πάθαιναν αμνησία. Όταν έγιναν καλά δεν ήξεραν ποιοι ήσαν οι ίδιοι και δεν αναγνώριζαν τους συγγενείς τους και τους φίλους τους.

Η αρρώστια ήταν τέτοια, ώστε οι λέξεις δεν φτάνουν για να την περιγράψη κανείς και χτυπούσε τόσο βαριά, ώστε δεν ήταν δυνατόν ν’ ανθέξη ανθρώπινη φύση. Ότι η αρρώστια αυτή δεν έχει καμιά σχέση με τις συνηθισμένες αρρώστιες, φάνηκε καθαρά από το ότι τα όρνια και τ’ άλλα τετράποδα ζώα, όσα τρώνε ανθρώπινο κρέας, δεν ζύγωναν τα πολλά άταφα σώματα κι αν τ’ άγγιζαν ψοφούσαν. Και είναι βέβαιο ότι τα όρνια αυτά εξαφανίστηκαν και δεν τάβλεπε κανείς ούτε γύρω από τα πτώματα ούτε αλλού. Για τους σκύλους ήταν ακόμα πιο φανερό, αφού είναι κατοικίδια ζώα.

Αυτά ήσαν, γενικά, τα χαρακτηριστικά της αρρώστιας, αν και παραλείπω πολλά ασυνήθιστα συμπτώματα που διαφέραν από περίπτωση σε περίπτωση. Όσο διαρκούσε η επιδημία αυτή, δεν παρουσιάστηκε καμιά απ’ τις συνηθισμένες αρρώστιες, κι αν παρουσιαζόταν κατέληγε στην λοιμική. Πέθαιναν οι άνθρωποι και όσοι δεν είχαν καμιά περιποίηση και άλλοι, ότι κανένα αποτελεσματικό φάρμακο δεν βρέθηκε, γιατί εκείνο που ωφελούσε τον ένα έβλαπτε τον άλλο. Καμιά κράση, ισχυρή ή αδύνατη, δεν μπορούσε ν’ αντισταθή στην αρρώστια που τους σάρωνε όλους, ακόμα κ’ εκείνους τους οποίους νοσήλευαν με κάθε φροντίδα. Το χειρότερο απ’ όλα δεν ήταν μόνο η κατάθλιψη εκείνων που αρρώσταιναν κι απελπίζονταν αμέσως, αφήνοντας τον εαυτό τους αντί ν’ αντιδράσουν, αλλά και το ότι, νοσηλεύοντας ο ένας τον άλλο, κολλούσαν την αρρώστια και πέθαιναν σαν τα πρόβατα. Αυτό προκάλεσε την μεγαλύτερη καταστροφή και τούτο επειδή ή απόφεύγαν, από φόβο, να περιποιηθούν τους αρρώστους και αυτοί πέθαιναν έρημοι – κ’ έτσι άδειασαν πολλά σπίτια γιατί δεν ήταν κανείς να τους κοιτάξη – ή τότε επικοινωνούσαν με τους αρρώστους, κολλούσαν την λοιμική και πέθαιναν. Τούτο συνέβαινε κυρίως σε όσους, από καλωσύνη και φιλότιμο πήγαιναν, αψηφώντας τον εαυτό τους, σε αρρώστους φίλους τους. Αλλού πάλι και αυτοί οι συγγενείς, τσακισμένοι από την συμφορά, παρατούσαν και τα μοιρολόγια ακόμα. Τον μεγαλύτερο οίκτο για τους αρρώστους και τους ετοιμοθάνατους ένιωθαν όσοι είχαν πάθει την αρρώστια και είχαν σωθή. Ήξεραν τί σημαίνει η αρρώστια, ενώ οι ίδιοι δεν είχαν πια φόβο. Η αρρώστια δεν πρόσβαλλε ποτέ τον ίδιο άνθρωπο δεύτερη φορά ή, αν τούτο συνέβαινε, δεν ήταν θανατηφόρα. Οι άλλοι μακάριζαν όσους είχαν σωθή και οι ίδιοι απ’ την μεγάλη τους χαρά, είχαν την μάταιη ελπίδα ότι δεν θα πέθαιναν πια ποτέ από άλλη αρρώστια.

Εκείνο που χειροτέρεψε πολύ την κατάσταση ήταν η συγκέντρωση μέσα στην πόλη όλου του πληθυσμού της υπαίθρου. Υπέφεραν περισσότερο οι πρόσφυγες. Μη έχοντας σπίτια, ζούσαν σε πνιγηρές καλύβες μέσα στο καλοκαίρι και πέθαιναν ανάκατα ο ένας απάνω στον άλλο ή σέρνονταν μέσ’ στους δρόμους μισοπεθαμένοι, ενώ άλλοι, από την άσβηστη δίψα τους, μαζεύονταν γύρω από τις βρύσες. Οι περίβολοι των ναών, όπου είχαν κατασκηνώσει, ήσαν γεμάτοι νεκρούς που πέθαιναν εκεί, γιατί καθώς φούντωνε το κακό, οι άνθρωποι, βασανισμένοι απ’ την αρρώστια, έφταναν σε απόγνωση κι αδιαφορούσαν πια για τα ιερά και τα όσια. Δεν τηρούσαν πια καμιά απ’ τις τελετές για την ταφή των νεκρών κι ο καθένας έθαβε τους δικούς του όπως μπορούσε. Πολλοί, που, απ’ τους πολλούς θανάτους στην οικογένειά τους, τους είχαν λείψει τα χρειαζούμενα, μεταχειρίζονταν άπρεπους τρόπους. Άλλοι αποθέταν τον δικό τους νεκρό σε ξένη έτοιμη πυρά κ’ έβαζαν φωτιά στα ξύλα κι άλλοι έριχναν τον νεκρό τους επάνω σε πυρά όπου καιγόταν άλλος νεκρός κ’ έφευγαν γρήγορα.

Αλλά η λοιμική προκάλεσε και πολλά άλλα κακά που πρώτη φορά αναφάνηκαν στην πολιτεία, γιατί ο καθένας τολμούσε πιο φανερά, τώρα, να κάνη πράγματα που πριν τα έκανε κρυφά και τούτο επειδή έβλεπαν πόσο απότομη είναι η μεταβολή της τύχης του ανθρώπου. Πλούσιοι πέθαιναν ξαφνικά και φτωχοί, που δεν είχαν ποτέ τίποτε, τους κληρονομούσαν κ’ έπαιρναν αμέσως όλη τους την περιουσία. Έτσι, οι περισσότεροι, βλέποντας πόσο εφήμερος είναι ο πλούτος και αβέβαιη η ζωή, βιάζονταν να ξοδέψουν τα χρήματά τους και να τα χαρούν. Κανείς δεν ήταν πια πρόθυμος να υποβληθή σ’ οποιοδήποτε κόπο για κάτι που άλλοτε μπορούσε να φανή χρήσιμο και τούτο επειδή σκεπτόταν ότι ήταν πιθανό να πεθάνη προτού τελειώση εκείνο για το οποίο θα κόπιαζε. Η ευχαρίστηση της στιγμής και το άμεσο κέρδος κατάντησε να θεωρήται και καλό και χρήσιμο. Ούτε ο φόβος των Θεών ούτε οι νόμοι των ανθρώπων τους συγκρατούσαν. Επειδή έβλεπαν ότι όλοι πέθαιναν, χωρίς διάκριση, δεν είχαν πια αίσθηση του τί ήταν ευσέβεια και τί δεν ήταν και κανείς δεν πίστευε πως θα γλυτώση απ’ την αρρώστια για να δώση λόγο και να τιμωρηθή για τις άδικες πράξεις του. Όλοι θεωρούσαν ότι η τιμωρία, που κρεμόταν κιόλας πάνω απ’ το κεφάλι τους, ήταν πολύ βαρύτερη από κάθε άλλην κ’ έπρεπε, προτού την υποστούν, να χαρούν κάπως τη ζωή.

Τέτοιες ήσαν οι συμφορές που πάθαιναν οι Αθηναίοι. Μέσα στην πολιτεία πέθαιναν οι άνθρωποι κ’ έξω στην ύπαιθρο, τα κτήματά τους καταστρέφονταν. Μέσα στην συμφορά θυμήθηκαν μερικοί, όπως ήταν φυσικό και άλλες προφητείες, αλλά και το ακόλουθο χρησμό που, καθώς έλεγαν οι γεροντότεροι, τον έψελναν άλλοτε :

«Θάρθη πόλεμος δωρικός και μαζί του λοιμός».

Πολλές φιλονεικίες έγιναν τότε, γιατί άλλοι έλεγαν ότι στον χρησμό δεν γινόταν λόγος για λοιμό (αρρώστια) αλλά για λιμό (πείνα), επικράτησε όμως η γνώμη ότι το σωστό ήταν λοιμός, επειδή οι άνθρωποι ερμήνευαν τον χρησμό ανάλογα με τα παθήματά τους. Νομίζω ότι, αν ποτέ ξαναγίνη δωρικός πόλεμος και τύχη να έρθη μαζί λιμός, θα τον ερμηνέψουν όπως θα ταιριάζει στην περίσταση. Θυμήθηκαν τότε – όσοι τον ήξεραν – και τον χρησμό που είχε δώσει ο θεός, όταν τον ρώτησαν οι Λακεδαιμόνιοι αν έπρεπε να κηρύξουν πόλεμο και είχε αποκριθή ότι, αν πολεμούσαν με όλες τους τις δυνάμεις, θα νικούσαν και ότι ο ίδιος θα τους βοηθήση. Γι’ αυτό και θεωρούσαν ότι τα όσα συνέβαιναν είχαν σχέση με τον χρησμό, γιατί η επιδημία άρχισε μόλις είχαν κάνει εισβολή οι Πελοποννήσιοι και δεν επεκτάθηκε στην Πελοπόννησο, τουλάχιστον σε βαθμό άξιο λόγου, αλλά θέρισε κυρίως την Αθήνα και μερικά άλλα πυκνοκατοικημένα μέρη. Αυτά είναι τα της επιδημίας.