Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, σ’ ένα ελληνικό χωριό της δεκαετίας του ’50, αφηγείται με συγκινητική παιδικότητα, τη ζωή του.

Τώρα θα δεις…

Με λένε Δημήτρη. Αυτό όμως το έμαθα αργότερα, μετά τα δώδεκά μου, όταν ήρθα στην Αθήνα. Μικρός είχα προβλήματα. Ο πατέρας μου με φώναζε Μήτσο, ο θείος ο Ντίνος Δήμο, ο αδερφός μου ο Γιώργης Μήτρο, τ’ άλλα μου αδέρφια και οι συμμαθητές μου Δημητριέ ή Δημητριό και σπανιότερα κάποιοι Μίμη ή Δημητράκη, η μητέρα Δημητρίξινο-και θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί.
-Πώς σε λένε παιδάκι μου (ή ρε); Με ρωτούσαν, κι εγώ δεν ήξερα ποιο απ’ όλα να πω.
-Με λένε Δημητριό, έλεγα το πιο συχνό κι αγανακτούσα που δεν είχα ένα πιο βολικό όνομα, όπως τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια: Παρασκευή, Βασίλης, Γιώργης, Κυριάκος, Νίκος, Ευγενία, Τάκης, Αλέκος- οχτώ αν τα μετρήσατε, κι ένα εγώ εννέα κι ένα που πέθανε μικρό δέκα.
Μόνο η μητέρα μας παραμόρφωνε τα ονόματα προσθέτοντας ένα –ξινο στο τέλος. Έτσι εγώ ήμουν ο Δημητρίξινος, ο Τάκης ο Τάξινος, ο Αλέκος Αλέξινος- για να σταθώ σ’ εμάς τα τρία τελευταία, γιατί κατά τριάδες μεγαλώναμε, άντε και στην Ευγενία ή Ευγενίξινο, λίγο μεγαλύτερή μας, που η μητέρα την άφηνε να μας προσέχει όταν έφευγε, κι όποιος τα ‘χε καλά μαζί της μπορούσε να κάνει καλά και τ’ άλλα.
Το –ξινο έμπαινε βέβαια όταν η μητέρα ήταν θυμωμένη, αλλά με εννιά δαίμονες, όπως μας έλεγε, γύρω της, πάντα ήταν θυμωμένη κι έτοιμη να μας καταχερίσει. Κι όταν καμιά φορά ξεγελιόταν και χαμογελούσε, βιαζόταν να μας προλάβει:
-Όλο φαρμάκι είναι το γέλιο μου, έτσι όπως με κάνετε!
Ο πατέρας σπάνια ασχολιόταν μαζί μας. Έφευγε το πρωί για το μαγαζί –άλλοι το λέγανε ταβέρνα, άλλοι εστιατόριο, απ’ έξω πάντως έγραφε « Ταβέρνα ο Κούκος»- και γύριζε αργά το βράδυ.

Με το επώνυμο δεν είχα προβλήματα γιατί έμοιαζε –και μάλλον ήταν- παρατσούκλι. Ωστόσο ένιωθα σαν να ‘τρωγα χαστούκι, όταν ο δάσκαλός μας ο Τζαναβάρας με φώναζε να σηκωθώ στον πίνακα:
-Σήκω απάνω, Κούκο!
Γι’αυτό εκτιμούσα αυτούς που με φώναζαν με το μικρό μου όνομα –όπως κι αν το ‘λεγαν.
Αλίμονο σ’ εκείνους που είχαν ένα κοινό όνομα –Κανελλόπουλος, ας πούμε. Τι θα πει Κανελλόπουλος; Του κολλούσαν ένα παρατσούκλι: Μαλλούρας (γιατί είχε πολλά μαλλιά). Και άλλους: Ξεροσφύρης (γιατί που τον έχανες, που τον έβρισκες, στην ταβέρνα να τα πίνει), Νασουπό (γιατί ό,τι κι αν έλεγε ξεκινούσε με το «να σου πω»), Κουμπάρος (γιατί τους έλεγε όλους κουμπάρους). Κι ανάμεσά τους μερικά αλλιώτικα, όπως ο Ψώλος (γιατί όταν γεννήθηκε, η μάνα του, απ’ την πολλή χαρά της, που ως τότε έκανε μόνο κορίτσια, ψώλο τον ανέβαζε, ψώλο τον κατέβαζε- και του ‘κατσε).
Κι από κοντά εκείνοι που ήταν γνωστοί από τη δουλειά που έκαναν: ο Γιάννης ο Μαραγκός, ο Κωστής ο Φαναρτζής, ο Μανάβης, ο Χασάπης, ο Τσαγκάρης, ο Φούρναρης, ο Σαμαράς κ.ά. Ή από ένα κουσούρι τους: ο Κουφοστάθης, ο Μουγγός, ο Κουτσοθανάσης. Και βέβαια, όπως σ’ όλα τα χωριά: ο Τρελοθανάσης, οι θεληματάρηδες Ταλούμης και Πλακωτάρης κι ακόμα ο Κασιδιάρης, γιατρός, λέγανε, κάποτε, που μουρλάθηκε από τα πολλά γράμματα και γύριζε πάντα μ’ ένα βιβλίο στη μασχάλη κι ήταν το άλλοθι όλων των αγράμματων του χωριού.
Παρατσούκλια και οι γυναίκες: Η Άγριενα (γιατί ήταν αγριομούρα), η Πορταρίνα (δεν την έβρισκες ποτέ σπίτι της –πήγαινε από πόρτα σε πόρτα), η Γκαβοτασία (το ‘να μάτι της έβλεπε τον Αϊ-Λια και τ’ άλλο τον κάμπο).
Με παρατσούκλια ήταν γνωστά και πολλά απ’ τα παιδιά-συμμαθητές μου: Κουρούνης (γιατί ήταν μαύρος σαν κουρούνα), Κομπορόζος (κοντόχοντρος σαν κόμπος), Λίμας (συνέχεια πεινασμένος), Απορίας (γιατί κάθε τόσο σηκωνόταν στην τάξη και ρωτούσε: «Κυρία-Κύριε, έχω μία απορία»), Βρακέλος (του πέφταν συνέχεια τα βρακιά), Αγριογούρουνο (τα μαλλιά του ήταν όρθια σαν καρφιά), Φορφόλιας (για άγνωστο λόγο) κ.ά.
Ήταν να μη σου κολλήσουν ένα παρατσούκλι –το κουβαλούσες σ’ όλη σου τη ζωή. Γι’ αυτό και η μητέρα, μόλις άκουγε κάποιο από εμάς να πειράζει το άλλο ( Δημήτρη-Κοψομύτη εμένα ο Τάκης, Αφρίλο και Μύξα τον Τάκη εγώ, που κάποια στιγμή είδα να σκάει μία φουσκάλα κάτω από τη μύτη του):
- Μη σας ξανακούσω να λέτε το ‘να στ’ άλλο παρατσούκλια, σας καρύδωσα!

_________________________

Δημήτρη Γκιώνη « Τώρα θα δεις…», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1994.