Πέμπτη 31 Ιανουαρίου 2008

Ποίηση

Κωνσταντίνος Καβάφης
Κεριά

Του μέλλοντος η μέρες στέκοντ’ εμπροστά μας
σα μια σειρά κεράκια αναμένα –
χρυσά, ζεστά, και ζωηρά κεράκια.

Η περασμένες μέρες πίσω μένουν,
μια θλιβερή γραμμή κεριών σβυσμένων,
τα πιο κοντά βγάζουν καπνόν ακόμη,
κρύα κεριά, λυωμένα, και κυρτά.

Δεν θέλω να τα βλέπω, με λυπεί η μορφή των,
και με λυπεί το πρώτο φως των να θυμούμαι.
Εμπρός κυττάζω τα’ αναμένα μου κεριά.

Δεν θέλω να γυρίσω, να μη διώ και φρίξω
τί γρήγορα που η σκοτεινή γραμμή μακραίνει,
τί γρήγορα που τα σβυστά κεριά πληθαίνουν.
_____________________

Μανουήλ Κομνηνός

Ο βασιλεύς κυρ Μανουήλ ο Κομνηνός
μια μέρα μελαγχολική του Σεπτεμβρίου
αισθάνθηκε τον θάνατο κοντά. Οι αστρολόγοι
(οι πληρωμένοι) της αυλής εφλυαρούσαν
που άλλα πολλά χρόνια θα ζήσει ακόμη.
Ενώ όμως έλεγαν αυτοί, εκείνος
παληές συνήθειες ευλαβείς θυμάται,
κι απ’ τα κελλιά των μοναχών προστάζει
ενδύματα εκκλησιαστικά να φέρουν,
και τα φορεί, κ’ εφραίνεται που δείχνει
όψι σεμνήν ιερέως ή καλογήρου.

Ευτυχισμένοι όλοι που πιστεύουν,
και σαν τον βασιλέα κυρ Μανουήλ τελειώνουν
ντυμένοι μες στην πίστι των σεμνότατα.

Τετάρτη 30 Ιανουαρίου 2008

Ημερολόγια


Σκέψεις κι εντυπώσεις του Άγγελου Σικελιανού κατά τη διάρκεια του ταξιδιού του με τον Νίκο Καζαντζάκη, το 1914, στο Άγιον Όρος. Στο Αγιορείτικο Ημερολόγιο «η «μυστική συμβίωση με το Παν» είναι διάχυτη σε κάθε σελίδα του ημερολογίου. Υπερευαίσθητες, οι αισθήσεις σκιρτούν στο παραμικρό ερέθισμα: στη δροσιά του νερού, στη μυρωδιά του δεντρολίβανου, στους πιο διαφορετικούς ήχους (χαρούμενο σήμαντρο, σφυράκι του ηγούμενου, κόχυλας του ρώσικου μοναστηριού…). Το κάθε δέντρο, το κάθε φυτό είναι μήνυμα: το έλατο, η λεύκα, το κυπαρίσσι, η βαλανιδιά, ο κισσός, ο άγριος μενεξές, η δάφνη … «Βαθύτατο μουσικό κάλεσμα της ζωής», η τέλεια ταύτιση με τα στοιχεία, η πανθεϊστική έξαρση του ποιητή, είναι συναφής με την αρχαιολατρία του και τη χριστιανική του αντίληψη…. Η Ποίηση έχει μυσταγωγικό χαρακτήρα κι ο Ποιητής είναι ιεροφάντης…».
(Απόσπασμα από την εισαγωγή στο Αγιορείτικο Ημερολόγιο της Ιωάννας Κωνσταντουλάκη-Χάντζιου.)

Αγιορείτικο Ημερολόγιο

Ο Νύσσης Παΐσιος, πιστεύει στην αιωνιότητα.
Η Δευτέρα Παρουσία δείχνει την κατεύθυνση προς την αθανασία (κατ’ αυτόν) ταχύτερα.

Η ανακομιδή αγίων λειψάνων γίνεται όταν μόνο ένας καλόγερος ή ιερέας ή ενάρετος άνθρωπος ονειρευθεί.

(Πηγαίνοντας κανείς σύμφωνα με τη φύση, είν’ εύκολο να σταματήσει. Γι’ αυτό μόνο είναι και το δυσκολότερο να την ακολουθήσουμε.)
Το πρόβλημα του έρωτα.

Μονή του Διονυσίου. Ανεβαίνομε απ’ τον αρσανά με το Νύσσης. Λαγκαδιά. Ο αέρας καταχνιασμένος χιμάει μέσαθε.
Μπαίνομε. Η στοά. Οι τοιχογραφίες της στοάς. Η Αποκάλυψις.

Τράπεζα Διονυσίου: Η Σύναξις των Ασωμάτων. Φωτεινός χορός.
Ο Ιησούς στη μέση, δωδεκαετής, παιδί. Όλοι με πυρά μαλλιά, φωτοστέφανα χρυσά,
χρυσές φτερούγες, χρυσά πετραχήλια και ζώνες.
Φωτεινότερο από θερισμό σταχυών σε ηλιοβασίλεμα καλοκαιρινό.
Οι χιτώνες τους είναι λευκοί, πού και πού αχνά φλογάτοι.

Απάνου απ’ τη χρυσή ρομφαία (;) του ήλιου στο πέλαγο όταν βασιλεύει.
Θάμα.

Το πρόσωπο του Ιησού στη Σύναξη των Ασωμάτων.
Μεγάλο, φωτεινό μέτωπο, φρύδια κυρτά, μικρό πρόσωπο.

Στη μέση η στιά. Βράζει ένας αμφορέας νερό για να ζεσταίνουν οι γέροι το κρασί τους.

Ο Βύθιος Δράκων.

Η Αγία Τριάς της Τραπέζης του Διονυσίου.
Σηκός.
Τρεις άγγελοι αριστερά, μεταξύ του πρώτου και μεσαίου αγγέλου ο Ιωσήφ, και μεταξύ του μεσαίου και τρίτου (δεξιά) το κεφάλι της Παναγίας. Οι άγγελοι έχουν πυρρή κόμη, όπως της συνάξεως των Ασωμάτων.

Ο δεξιά σηκός είναι οι Παίδες εν τη Καμίνω.

Απ’ τη λαγκάδα αεροπόταμος χιμάει- στου Διονυσίου εδώ είν’ αεροπόταμος, όταν φυσάει η λαγκάδα τρέμει το μοναστήρι, παίρνει τις βάρκες κτλ.

Κίνησις των αγγέλων miniature.
Οι άγγελοι κρατώντας την εικόνα του Ιησού, καθώς ο κολυμπιστής που πιάνεται στη θάλασσα από βάρκα κι εμπιστεύεται στα χέρια του το σώμα του και σηκώνεται λοξά.

«Έξελθε ψυχή και κρίνον κατ’ αξίαν.» Miniature. Η ψυχή σα βρέφος βγαίνει από το στόμα. Άγγελος, με μία ορμή φτερούγας αντίστροφη, όλη δύναμη, την παίρνει απ’ τα δύο χέρια, μαζί πιασμένα απ’ το σφυγμό. Τριγύρω μοναχοί μαζεμένοι και φοβισμένοι βλέπουνε. Στο κεφάλι ένας σκύβει με δέος και προσοχή, λοξοβλέπει ο δεξιά μοναχός (ο πρώτος, οι άλλοι σφιγμένοι απάνω του).

Κι η πέρδικα η κοκκινοπόδαρη στο βράχο απάνου λυγιστά επροβόδα.
Όλος ο νους μου ανάπνεε ρόδα.

Ο γυμνός βράχος (η καθαρή εκδήλωση της αγνής στο γυμνό βράχο διάθεσης).

Ήδη αναπαράγω το μοναστήρι του Διονυσίου.
Το κοιμητήρι. Ο τάφος του Αγίου Νήφωνος. Οι τάφοι εμπρός στη θάλασσα.
Η λαγκάδα χύνει ποταμό τον αέρα. Οι σβιλάδες θερίζουν κάτου το πέλαγος. Το κοίταγμα του έξω κόσμου από τ’ Άγιον Όρος.
Η εσωτερική δύναμη του έξω κόσμου ορατή.
______________________________________________

Άγγελου Σικελιανού « το Αγιορείτικο Ημερολόγιο», εισαγωγή- φιλολογική επιμέλεια Ιωάννα Κωνσταντουλάκη-Χάντζιου, Ακαδημία Αθηνών, Ίδρυμα Κώστα και Ελένης Ουράνη, Αθήνα 1988.

Τρίτη 29 Ιανουαρίου 2008

Ηθική φιλοσοφία

Απέναντι στον θάνατο

Ο θάνατος του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χριστόδουλου επαναφέρει, δυναμικά, στο προσκήνιο καίρια βιοηθικά ζητήματα
[1] γύρω από τα προβλήματα της εγκαρτέρησης στην διάρκεια της αρρώστιας και της αντιμετώπισης του θανάτου. Ένα πρόσθετο ερώτημα που προκύπτει από την ομολογουμένως γενναία απόφαση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου να αντιμετωπίσει το αναπόδραστο γεγονός του επερχόμενου θανάτου του, εναποθέτοντας την ζήση του στα χέρια του Θεού, αρνούμενος την εισαγωγή του σε κάποιο νοσηλευτικό ίδρυμα και επιλέγοντας να τελευτήσει στο σπίτι του, σχετίζεται με το κατά πόσο μια τέτοια άρνηση συνιστά μορφή εκούσιας ευθανασίας, με την ενεργή συμμετοχή των θεραπόντων ιατρών, οι οποίοι, σεβόμενοι την βούληση του μακαριστού Αρχιεπισκόπου, δεν αντέλεξαν δραστικά, εξαντλώντας στο έπακρο κάθε δυνατό μέσο στον αγώνα για την αποτροπή του μοιραίου. Η προβληματική αυτή μας οδηγεί στο να αναρωτηθούμε κατά πόσο τελικά ο όρκος του Ιπποκράτους[2] καλύπτει και εκείνες τις περιπτώσεις όπου η άρνηση του ασθενούς να δεχτεί την βοήθεια των θεραπόντων ιατρών, όσο μάταιη κι αν είναι η τελευταία, ακυρώνει την όποια θεραπευτική ενέργεια και κατά πόσο η λύση θα μπορούσε να είναι, σε αντίθεση με τον σεβασμό της βούλησης του ασθενούς, ο καταναγκασμός στο όνομα μιας ύστατης μάχης υπέρ του αγαθού της ζωής. Βεβαίως ο Ιπποκράτης, στην συγκεκριμένη ερώτηση, απαντά με επαρκή σαφήνεια, αφού κάνει λόγο για επέμβαση του θεράποντος ιατρού κατόπιν προσκλήσεως και όχι αυθαιρέτως και επιπλέον ζητά από τον ιατρό να μην οδηγεί με θετικές πράξεις ή συμβουλές τον ασθενή στο θάνατο, αλλά δεν παίρνει σαφή θέση κατά των αποθετικών ενεργειών.

Ι.Λ.

Ο Επίκτητος…καθιστά την εγκαρτέρηση την πιο ενάρετη απάντηση σε μια αρρώστια.

Αν βλέπουμε τον θάνατό μας ως μέρος του ρόλου που παίζουμε στην ευρύτερη κοσμική τάξη, μπορούμε να βρούμε κάτι που έχει νόημα, ακόμη και σε έναν αξιοθρήνητα οδυνηρό σωματικό θάνατο. Σε ένα σημείο του εγχειριδίου του ο Επίκτητος υποστηρίζει ότι όλος ο κόσμος είναι μία σκηνή[3] :

«Μέμνησο, ότι υποκριτής ει δράματος, οίου αν θέλει ο διδάσκαλος, αν βραχύ, βραχέος, αν μακρόν, μακρού, αν πτωχόν υποκρίνασθαι σε θέλη, ίνα και τούτον ευφυώς υποκρίνη αν χωλόν, αν άρχοντα, αν ιδιώτην. Σον γαρ τούτ’ έστι, το δοθέν υποκρίνασθαι πρόσωπον καλώς, εκλέξασθαι δ’ αυτό άλλου[4]

«Να θυμάσαι ότι είσαι ηθοποιός θεατρικού έργου, τη φύση του οποίου θέλησε ο δάσκαλος, αν το θέλησε σύντομο, θα είναι σύντομο, αν μακρύ, θα είναι μακρύ, αν σε ιέλει να υποδύεσαι τον φτωχό, να τον υποδυθείς με επιδεξιότητα, όπως και τον χωλό, τον άρχοντα, τον απλό πολίτη. Γιατί αυτό είναι το καθήκον σου, να υποδύεσαι καλά το πρόσωπο που σου έχει ανατεθεί, η επιλογή όμως αυτού είναι άλλου δουλειά.»

Σύμφωνα με την άποψη του Επίκτητου για τη ζωή[5], ακόμη και η τελική σκηνή μας ίσως να έχει κάτι ιδιαίτερο να μας προσφέρει. Αντί να φοβάσαι το θάνατό σου, ο Επίκτητος υποστηρίζει ότι πρέπει «να τον κάνεις δόξα σου ή μια ευκαιρία για σένα που θα δείξει στην πράξη τί είδος προσώπου είναι ο άνθρωπος ο οποίος συμμορφώνεται με τη θέληση της φύσης»[6].
_______________________

[1] Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος είχε από πολύ νωρίς καταπιαστεί με το σύνολο των βιοηθικών προβλημάτων, ως μέρους της συνολικής ηθικής.
[2] «Ου δώσω δε ουδέ φάρμακον ουδενί αιτηθείς θανάσιμον, ουδέ υφηγήσομαι ξυμβουλίην τοιήνδε» και παρακάτω «Ες οικίας δε οκόσας αν εσίω, εσελεύσομαι επ’ ωφελείη καμνόντων»
[3] Πρβλ. δημοσίευση της 7ης Σεπτεμβρίου 2007
[4] Εγχειρίδιο, κεφ. 17
[5] Πρβλ. δημοσίευση 10ης Οκτωβρίου 2007
[6] Διατριβαί, Ι.27.9-10

Δευτέρα 28 Ιανουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Ένα δωδεκάχρονο αγόρι, σ’ ένα ελληνικό χωριό της δεκαετίας του ’50, αφηγείται με συγκινητική παιδικότητα, τη ζωή του.

Τώρα θα δεις…

Με λένε Δημήτρη. Αυτό όμως το έμαθα αργότερα, μετά τα δώδεκά μου, όταν ήρθα στην Αθήνα. Μικρός είχα προβλήματα. Ο πατέρας μου με φώναζε Μήτσο, ο θείος ο Ντίνος Δήμο, ο αδερφός μου ο Γιώργης Μήτρο, τ’ άλλα μου αδέρφια και οι συμμαθητές μου Δημητριέ ή Δημητριό και σπανιότερα κάποιοι Μίμη ή Δημητράκη, η μητέρα Δημητρίξινο-και θα εξηγήσω πιο κάτω γιατί.
-Πώς σε λένε παιδάκι μου (ή ρε); Με ρωτούσαν, κι εγώ δεν ήξερα ποιο απ’ όλα να πω.
-Με λένε Δημητριό, έλεγα το πιο συχνό κι αγανακτούσα που δεν είχα ένα πιο βολικό όνομα, όπως τ’ άλλα μου τ’ αδέρφια: Παρασκευή, Βασίλης, Γιώργης, Κυριάκος, Νίκος, Ευγενία, Τάκης, Αλέκος- οχτώ αν τα μετρήσατε, κι ένα εγώ εννέα κι ένα που πέθανε μικρό δέκα.
Μόνο η μητέρα μας παραμόρφωνε τα ονόματα προσθέτοντας ένα –ξινο στο τέλος. Έτσι εγώ ήμουν ο Δημητρίξινος, ο Τάκης ο Τάξινος, ο Αλέκος Αλέξινος- για να σταθώ σ’ εμάς τα τρία τελευταία, γιατί κατά τριάδες μεγαλώναμε, άντε και στην Ευγενία ή Ευγενίξινο, λίγο μεγαλύτερή μας, που η μητέρα την άφηνε να μας προσέχει όταν έφευγε, κι όποιος τα ‘χε καλά μαζί της μπορούσε να κάνει καλά και τ’ άλλα.
Το –ξινο έμπαινε βέβαια όταν η μητέρα ήταν θυμωμένη, αλλά με εννιά δαίμονες, όπως μας έλεγε, γύρω της, πάντα ήταν θυμωμένη κι έτοιμη να μας καταχερίσει. Κι όταν καμιά φορά ξεγελιόταν και χαμογελούσε, βιαζόταν να μας προλάβει:
-Όλο φαρμάκι είναι το γέλιο μου, έτσι όπως με κάνετε!
Ο πατέρας σπάνια ασχολιόταν μαζί μας. Έφευγε το πρωί για το μαγαζί –άλλοι το λέγανε ταβέρνα, άλλοι εστιατόριο, απ’ έξω πάντως έγραφε « Ταβέρνα ο Κούκος»- και γύριζε αργά το βράδυ.

Με το επώνυμο δεν είχα προβλήματα γιατί έμοιαζε –και μάλλον ήταν- παρατσούκλι. Ωστόσο ένιωθα σαν να ‘τρωγα χαστούκι, όταν ο δάσκαλός μας ο Τζαναβάρας με φώναζε να σηκωθώ στον πίνακα:
-Σήκω απάνω, Κούκο!
Γι’αυτό εκτιμούσα αυτούς που με φώναζαν με το μικρό μου όνομα –όπως κι αν το ‘λεγαν.
Αλίμονο σ’ εκείνους που είχαν ένα κοινό όνομα –Κανελλόπουλος, ας πούμε. Τι θα πει Κανελλόπουλος; Του κολλούσαν ένα παρατσούκλι: Μαλλούρας (γιατί είχε πολλά μαλλιά). Και άλλους: Ξεροσφύρης (γιατί που τον έχανες, που τον έβρισκες, στην ταβέρνα να τα πίνει), Νασουπό (γιατί ό,τι κι αν έλεγε ξεκινούσε με το «να σου πω»), Κουμπάρος (γιατί τους έλεγε όλους κουμπάρους). Κι ανάμεσά τους μερικά αλλιώτικα, όπως ο Ψώλος (γιατί όταν γεννήθηκε, η μάνα του, απ’ την πολλή χαρά της, που ως τότε έκανε μόνο κορίτσια, ψώλο τον ανέβαζε, ψώλο τον κατέβαζε- και του ‘κατσε).
Κι από κοντά εκείνοι που ήταν γνωστοί από τη δουλειά που έκαναν: ο Γιάννης ο Μαραγκός, ο Κωστής ο Φαναρτζής, ο Μανάβης, ο Χασάπης, ο Τσαγκάρης, ο Φούρναρης, ο Σαμαράς κ.ά. Ή από ένα κουσούρι τους: ο Κουφοστάθης, ο Μουγγός, ο Κουτσοθανάσης. Και βέβαια, όπως σ’ όλα τα χωριά: ο Τρελοθανάσης, οι θεληματάρηδες Ταλούμης και Πλακωτάρης κι ακόμα ο Κασιδιάρης, γιατρός, λέγανε, κάποτε, που μουρλάθηκε από τα πολλά γράμματα και γύριζε πάντα μ’ ένα βιβλίο στη μασχάλη κι ήταν το άλλοθι όλων των αγράμματων του χωριού.
Παρατσούκλια και οι γυναίκες: Η Άγριενα (γιατί ήταν αγριομούρα), η Πορταρίνα (δεν την έβρισκες ποτέ σπίτι της –πήγαινε από πόρτα σε πόρτα), η Γκαβοτασία (το ‘να μάτι της έβλεπε τον Αϊ-Λια και τ’ άλλο τον κάμπο).
Με παρατσούκλια ήταν γνωστά και πολλά απ’ τα παιδιά-συμμαθητές μου: Κουρούνης (γιατί ήταν μαύρος σαν κουρούνα), Κομπορόζος (κοντόχοντρος σαν κόμπος), Λίμας (συνέχεια πεινασμένος), Απορίας (γιατί κάθε τόσο σηκωνόταν στην τάξη και ρωτούσε: «Κυρία-Κύριε, έχω μία απορία»), Βρακέλος (του πέφταν συνέχεια τα βρακιά), Αγριογούρουνο (τα μαλλιά του ήταν όρθια σαν καρφιά), Φορφόλιας (για άγνωστο λόγο) κ.ά.
Ήταν να μη σου κολλήσουν ένα παρατσούκλι –το κουβαλούσες σ’ όλη σου τη ζωή. Γι’ αυτό και η μητέρα, μόλις άκουγε κάποιο από εμάς να πειράζει το άλλο ( Δημήτρη-Κοψομύτη εμένα ο Τάκης, Αφρίλο και Μύξα τον Τάκη εγώ, που κάποια στιγμή είδα να σκάει μία φουσκάλα κάτω από τη μύτη του):
- Μη σας ξανακούσω να λέτε το ‘να στ’ άλλο παρατσούκλια, σας καρύδωσα!

_________________________

Δημήτρη Γκιώνη « Τώρα θα δεις…», εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα 1994.

Παρασκευή 25 Ιανουαρίου 2008

Υποκριτική

Η υποκριτική τέχνη ή αλλιώς η ηθοποιία, καθώς και η ρητορική εκτός των προφανών προσόντων απαιτεί και κάποιο, που δεν μας έρχεται εύκολα στο μυαλό, αν το σκεφτούμε ενδελεχώς: την ορθή χρήση της αναπνοής. Ο μεγάλος ηθοποιός Δημήτρης Μυράτ στο έργο του «η αγωγή του λόγου» μας διαφωτίζει.

A.X.


Η λέξη αναπνοή σήμαινε για τους Έλληνες εισπνοή αέρα. Συγχρόνως, όπως και σήμερα, σήμαινε την ενέργεια εισπνοής και εκπνοής. Ο Πλάτων την χρησιμοποιεί μόνο μία φορά με την έννοια της εκπνοής, ενώ όλοι οι άλλοι αρχαίοι Έλληνες συγγραφείς χρησιμοποιούσαν κυρίως τη λέξη «πνοή» και, πιο σπάνια, «πνεύμα». Ταύτιζαν συχνά, καθώς εμείς, την πνοή με τη ζωή, όπως ο Αισχύλος στους Πέρσες, αλλά οι περισσότεροι, όπως ο Θουκιδίδης, που γράφει πως εκείνοι που είχαν μολυνθεί απ’ το λοιμό της Αθήνας, στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, αποπνέανε μίαν αηδέστατη και δυσωδέστατη οσμή, χρησιμοποιούν τη λέξη «πνεύμα» με τη σημασία της εκπνοής.
Αναπνοή, και ποιητικά «αμπνοά», σήμαινε αρχικά ανάκτηση της πνοής, αναζωπύρηση. Έτσι στον Πίνδαρο. Και το αναπνέω, ποιητικά «αμπνείω» ή «αμπνύω», σήμαινε, όπως και τώρα, ανασαίνω, αλλά και ξεκουράζομαι, και χαίρομαι την άνεσή μου, και αναπαύομαι, και γαληνεύω, δηλαδή όλα εκείνα που χαρίζει η ήρεμη και κανονική αναπνοή. Και κάτι ακόμα πιο σημαντικό: ζω.
Η τέλεια χρήση της αναπνοής, δηλαδή της εισπνοής και της εκπνοής, ήταν για τους αρχαίους Έλληνες υποκριτές ή τους ρήτορες προϋπόθεση για την απόδοση ρόλου ή την εκφώνηση λόγου.
Την υπόδυση προσώπου σε δράμα την έλεγαν «υπόκριση», συνηθέστερα όμως χρησιμοποιούσαν το ρήμα «διατίθημι». Βέβαια ήταν σε χρήση και ο όρος «υπόκρισις». Το «υποκρίνεσθαι» όμως ήταν όρος συνήθως μόνο για τους πρωταγωνιστές.
Οι απαιτήσεις που έθετε η θυμελική τέχνη στους αρχαίους Έλληνες υποκριτές ήταν μεγάλες, όσες είναι και σήμερα στις πολιτισμένες και ανεπτυγμένες χώρες. Και πολύ περισσότερες. Γιατί σήμερα οι ηθοποιοί χωρίζονται σε λυρικούς και δραματικούς, ενώ τότε ο θυμελικός καλλιτέχνης έπρεπε να έχει τις ικανότητες του τραγουδιστή και του δραματικού υποκριτή, να τραγουδάει και ταυτόχρονα να απαγγέλει. Τέλεια έπρεπε να είναι και η κίνηση του σώματος καθώς και οι χειρονομίες, τα «σχήματα», όπως ονομάζανε οι αρχαίοι τις παντομιμικές κινήσεις.
Αλλά και χορού γνώσεις έπρεπε να έχει ο αρχαίος ηθοποιός. Γιατί στ’ αρχαία δράματα μόνο τα ιαμβικά τρίμετρα των διαλόγων απαγγέλανε. Το μέτρο αυτό εφαρμοζότανε σ’ αυτά τα σημεία του δράματος, επειδή είναι πλησιέστερο προς τη συνηθισμένη, καθημερινή ομιλία. Μερικοί σημαντικοί φιλόλογοι αμφισβητούν πως αυτό ήταν κανόνας, αναφερόμενοι στον Πλούταρχο και τον Λουκιανό, οπωσδήποτε όμως είναι γεγονός αναμφισβήτητο πως ο αρχαίος υποκριτής τραγουδούσε και μιλούσε. Είναι γνωστό σε κάθε άνθρωπο που έχει ασχοληθεί με το τραγούδι, πως η πρόζα καταστρέφει τη φωνή του τραγουδιστή και ηθοποιοί που μεταπηδούν απ’ το λυρικό θέατρο στο δραματικό χάνουν τις φωνητικές ικανότητες που είχαν αναπτύξει με το στούντιο, κι αν χρειαστεί να γυρίσουν στο μελόδραμα, είναι υποχρεωμένοι να ξαναρχίσουν τις ασκήσεις του αοιδού με έμπειρο δάσκαλο. Αντιλαμβάνεται λοιπόν κανείς πόσο αποτελεσματική κι έντεχνη ήταν η διαπαιδαγώγηση της φωνής των, ώστε ν’ αντεπεξέρχονται στις φωνητικές απαιτήσεις, τραγουδιστικές κι απαγγελτικές, όταν μάλιστα λάβει υπ’ όψη του τα μεγάλα θέατρα, όπου ήταν υποχρεωμένοι να παριστάνουν και να καλύπτουν το θόρυβο των όχι και πολύ ευήνιων θεατών της εποχής. Γιατί δεν πρέπει να θητεύουμε στην ψευδαίσθηση ότι το κοινό της αρχαίας Ελλάδας έμοιαζε μ’ ευλαβικό εκκλησίασμα. Απετελείτο από ξένους επίσημους, πολίτες Αθηναίους και μέτοικους. Στους δούλους δεν επιτρεπότανε η είσοδος, κι αυτό όχι πάντα. Αλλά οι μέτοικοι δεν είχαν πολλή εκτίμηση στην Αθήνα. Στα θεατρικά αυτά πανηγύρια ξεκίναγαν οικογένειες ολόκληρες απ’ το πρωί με τα φαγιά τους, άντρες, γυναίκες, παιδιά, βυζανιάρικα μωρά, και γινότανε τόση φασαρία στη διάρκεια της παράστασης, ώστε αναγκάζονταν οι ραβδούχοι, αστυνόμοι που κρατούσαν ραβδιά, να επεμβαίνουν συχνά και να κοπανάνε τα κεφάλια των θορυβούντων για να ησυχάσουν. Κουβαλούσανε φαγιά, τραγήματα και κρασιά και γλένταγαν ολόψυχα το σπάνιο αυτό πανηγύρι. Έπειτα ήταν και εκείνοι που έφθαναν καθυστερημένοι, πολλοί απ’ αυτούς επίτηδες, για να γλυτώσουν την πληρωμή στην είσοδο, γιατί ο ταμίας, όταν προχωρούσε ο αγώνας, έφευγε και πήγαινε να παραδώσει την είσπραξη στους θεατρώνες. Η παράσταση άρχιζε νωρίς, όχι όμως πριν από το άριστον, που ήταν το πρωινό γεύμα. Αυτό από τον Όμηρο μέχρι τα χρόνια του Αισχύλου. Έπειτα όμως επικράτησε το φαΐ που έτρωγαν χαράματα να ονομάζεται ακράτισμα, ενώ το άριστον ήταν το δικό μας κολατσιό. Όπως είναι φυσικό, στη διάρκεια της μέρας που κρατούσαν οι παραστάσεις, οι θεατές πεινούσαν. Έτρωγαν αυτά που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, αγόραζαν όμως κι απ’ τους μικροπωλητές, που τριγύριζαν στις κερκίδες και διαλαλούσαν, ανάμεσα βέβαια στα δράματα, τις πραμάτειες των. Όταν όμως τύχαινε να μην αρέσει το έργο ή οι ηθοποιοί, καλούσαν τους μικροπωλητές κι αγόραζαν θορυβώδικα ξηρούς καρπούς κ.ά. Αλλά και οι ποιητές, για να πετύχουν την εύνοια του κοινού, του πετούσαν, με δούλους από καλάθια, ξερά σύκα κ.ά., θέλοντας να εξασφαλίσουν το γέλιο που δεν μπορούσαν να προκαλέσουν τ’ αστεία τους με την ψυχρότητά τους. Ακόμα και κρασί κερνούσαν τους θεατές οι ενδιαφερόμενοι. Γενικά το κοινόν είχε πολλές αφορμές να θορυβήσει, έξω απ’ τις στιγμές που τα δρώμενα τους συνεπαίρνανε, και κλαίγανε και χειροκροτούσανε. Αν κάποιο κομμάτι του έργου δεν τους άρεσε, οι θεατές εκδηλώνανε βίαια, χυδαία, και με πολύ θόρυβο την απαρέσκειά τους, με σφυρίγματα, πλατάγισμα της γλώσσας, που το λέγανε «κλώζειν», κ.ά.. Ας μη νομιστεί βέβαια πως το θεατρικό κοινό της Αθήνας ήταν σύμφυρση μόνο χυδαίων και άγροικων ανθρώπων. «Ο Αθηναϊκός όχλος», λέει ο Μακώλεϋ, «ξεπερνούσε κατά πολύ τις κατώτερες τάξεις όλων των κοινωνιών που σχηματίστηκαν από τότε. Πρέπει να έχουμε κατά νου ότι ο κάθε πολίτης ήταν νομοθέτης, στρατιώτης και στρατηγός και δικαστής, και πως η τύχη του κράτους, ή του πιο σημαντικού άντρα, εξαρτιότανε απ’ την ψήφο του…. Τα βιβλία ήταν σπάνια, αλλά θαυμάσια, και τα γνώριζαν καλά. Το πνεύμα δεν αναπτύσσεται με το ξεφύλλισμα ολόκληρων βιβλιοθηκών, αλλά με την ενδελεχή και συχνά επαναλαμβανόμενη ανάγνωση και την προσεκτική θεώρηση των μεγάλων προτύπων. Λένε ότι ο Δημοσθένης είχεν αντιγράψει έξι φορές την Ιστορία του Θουκιδίδη. Αν ήταν κανένας πολιτικός της εποχής μας, θα είχε διαβάσει το πολύ-πολύ τις εφημερίδες…».
Σίγουρα έχει δίκιο ο σοφός άγγλος δοκιμιογράφος στην άποψή του, πως ο αθηναϊκός όχλος βρισκότανε πιο ψηλά, σε πνευματική στάθμη, από οποιονδήποτε όχλο άλλης μεγαλόπολης στην παγκόσμια ιστορία, αλλά όπως είπαμε πιο πάνω, δεν έμοιαζε διόλου με σεμνό εκκλησίασμα.
…Ακόμα και πέτρες πέφτανε στην περίπτωση που κάποιος ηθοποιός δεν ικανοποιούσε τους θεατές. Πολλοί απ’ τους ηθοποιούς, συνηθισμένοι, φαίνεται, στις αποδοκιμασίες, έβαζαν πληρωμένη «κλάκα» [ο θεσμός αυτός νομιμοποιήθηκε αργότερα στο ρωμαϊκό θέατρο] να τους χειροκροτάει και να τους ζητοκραυγάζει, για να καλύψει το θόρυβο των κλωγμών και των σφυριγμάτων. Ο υποκριτής αναγκαζότανε τότε να εντείνει τη φωνή του για να καλύψει το θόρυβο. Αν αναλογισθεί κανείς πως επί μήνες αγωνιζότανε να ποστάρει τη φωνή σε μία ορισμένη ένταση και ξαφνικά βρισκότανε αναγκασμένος να κραυγάζει για ν’ ακουστεί, σφίγγοντας τους μυς του λαιμού με την ψευδαίσθηση πως θα βγάλει περισσότερη φωνή καταλαβαίνει τι είχε ν’ αντιμετωπίσει ο αρχαίος υποκριτής στην εκτέλεση του καλλιτεχνικού του έργου.

_____________________________________________

Δημήτρη Μυράτ « Η Αγωγή του Λόγου», Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», Αθήνα, 1980.

Πέμπτη 24 Ιανουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Η Ιωάννα Τσάτσου στο βιβλίο της «ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης» σκιαγραφεί με απαράμιλλη τρυφερότητα και σεβασμό μία μορφή ιερή, τη μητέρα της.

Α.Χ.

ΜΙΑ ΑΛΛΗ ΕΠΟΧΗ

Η μάνα ήταν γυναίκα βιβλική. Όσο και να σκεφτώ, δε βρίσκω επίθετο να της ταιριάζει καλύτερα. Όπως τη βλέπω στο περιβάλλον της ομηρικής οικονομίας της Ιωνίας, με την ασάλευτη πίστη της και το φόβο του Θεού, μου θυμίζει μορφές της Παλιάς Διαθήκης. Προχωρούσε πάντα με την καρδιά της και ποτέ δεν έχανε το δρόμο της.
Ο πατέρας της ο καπετάν Γεωργάκης, πλούσιος γαιοκτήμονας. Από κείνον είχε κληρονομήσει μία πηγαία αγάπη για τη γη.
Το σπίτι της Σμύρνης δεν το ξαναείδα από τα παιδικά μου χρόνια. Ένα μεγάλο σπίτι με τρία πατώματα, με πλατιά μαονένια σκάλα. Στα υπόγεια οι αποθήκες. Εκεί έμπαιναν οι σοδιές της χρονιάς. Στο πρώτο πάτωμα η μεγάλη κλειστή αυλή, η τραπεζαρία με τα πορτραίτα των παππούδων και τις βαθιές πολυθρόνες, η σάλα, το σαλόνι Ήταν και μία υπαίθρια μικρή αυλή με τη φανταχτερή γλυσίνα, τη γούρνα της και τη βρύση της. Στο δεύτερο πάτωμα το δωμάτιο των εικονισμάτων, οι κρεβατοκάμαρες. Μία μεγάλη κάμαρα με το κλειστό μπαλκόνι προς το δρόμο, προς τη θάλασσα όπου τα τρία παιδιά παίζαμε. Αυτή ήταν το βασίλειό μας. Εκεί όλες οι αταξίες και τα μαλώματα.
Ο Γιώργος είχε το δικό του δωμάτιο, μ’ ένα μικρό γραφείο για τη μελέτη του. Ο Άγγελος κι εγώ το δικό μας. Τα κρεβατάκια μας ήταν πλάϊ – πλάϊ. Θυμάμαι, συχνά τις νύχτες άκουα να τρίζουν τα ξύλα. Φοβόμουνα, ξυπνούσα τον Άγγελο. Φλυαρούσαμε ενθουσιασμένοι για την παρανομία μας. Έπειτα τα λόγια αραίωναν, η νύστα μας ζάλιζε, και πάλι ο γλυκύτατος ύπνος.
Το δωμάτιο «των κονισματιών», όπως τόλεγαν, δε μου φεύγει από το νου. Έμοιαζε εκκλησιά. Φωτεινό, ευρύχωρο. Μύριζε λιβάνι. Στον ένα τοίχο στη γωνιά, πλάϊ στο παράθυρο, το μεγάλο εικονοστάσι ακουμπούσε σ’ ένα τραπέζι. Πρωτοστατούσαν βέβαια οι άγιοι του σπιτιού. Ο Άη Στυλιανός, ο Άη Γιώργης, ο Άη Γιάννης. Στον άλλο τοίχο της γωνιάς, η μεγάλη θαυματουργή ασημένια Παναγιά και η άλλη, η Γλυκοφιλούσα όπου ήταν κρεμασμένα τα τάματα. Το καντήλι έκαιε μέρα νύχτα. Ένα μανουάλι για τ’ αγιοκέρια. Εκεί κάθε βράδυ τα τρία παιδιά πριν κοιμηθούμε κάναμε την προσευχή μας. Συχνά ψάχνοντας τη μάνα την εύρισκα εκεί γονατιστή. Καθόμουνα τότε στο σκαλοπάτι αμίλητη και περίμενα. Εκείνη βγαίνοντας με σήκωνε στα χέρια και μ’ έσφιγγε στην αγκαλιά της.
Τα Χριστούγεννα, στη μέση της κάμαρας έμπαινε το μπρούτζινο μαγκάλι. Απάνω στα αναμένα κάρβουνα έβραζαν ως τα Φώτα, νύχτα μέρα, μήλα καρφωμένα με κανέλλα και γαρούφαλα. Μοσχομύριζε το σπίτι ολόκληρο. Από τα μήλα αυτά πλάθανε το λιβάνι της χρονιάς. Γιατί η μάνα κάθε μέρα, το πρωϊνό και στο σούρουπο θύμιαζε τις εικόνες.
Ένιωθε την κατάνυξη μα και το χρέος της χριστιανής. Κάθε φτωχό που χτυπούσε την πόρτα μας, τον κρατούσαμε για φαγητό. Ακόμα και στην Αθήνα, με λιγοστά τα χρήματα, η συνήθεια αυτή δε στάθηκε βολετό να κοπεί. Δεν ήταν μόνο από καλωσύνη. Ήταν ο σεβασμός για τον αναγκεμένο.
Τη θυμάμαι στη Σκάλα ένα πρωί του Σεπτέμβρη να κατεβαίνει ανταριασμένη. Τρέξαμε με τα νυχτικά μας στη τραπεζαρία όπου είχαν μαζευτεί όλοι. Εκεί ήταν ο βαρκάρης ο Στεφανής με τις βράκες του. Γύρω του πέντε μικρά ξενυχτισμένα, και η γυναίκα του με το μωρό στην αγκαλιά. Ανοίγοντας η μάνα μας το παράθυρό της, τους είδε όλους πλαγιασμένους μέσα στη βάρκα και τους φώναξε μέσα. Μιλούσε στον άντρα:
- Μα είσαι με τα καλά σου, Στεφανή, να περάσεις τη νύχτα στη βάρκα με μωρά παιδιά; Κι έχουμε Σεπτέμβρη μήνα κι ο καιρός είναι κρύος.
Εκείνος εξηγούσε. Δεν είχε να πληρώσει το νοίκι, τον έδιωξε ο νοικοκύρης. Τι να κάνει; Κατάφυγε στη βάρκα του.
Η μάνα είχε πολύ στενοχωρεθεί. Πώς δεν πρόλαβε το κακό; Τους εγκατέστησε προσωρινά σ’ ένα δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού μας. Έπειτα τους χάρισε ένα οικόπεδο αντίκρυ στον Άη Νικόλα Μπορούσε να το κάνει, είχε γη. Ο Στεφανής έχτισε το σπιτάκι του. Όλο το χωριό βοήθησε. Το καλό είναι μεταδοτικό, όπως και το κακό. Άλλος κουβαλούσε πέτρες, άλλος λάσπη. Κάθε σκαλιώτης τεχνίτης έβαλε ένα χέρι. Για μας τα παιδιά, το μεγάλο μας παιχνίδι ήταν αυτό το χτίσιμο. Φυτέψαμε γύρω και χωνάκι που ανθίζει γρήγορα. Οι τοίχοι ηχούσαν από τα γέλια μας και φάνταζαν μεσ’ την περιπλοκάδα. Τόσο άμεση και καρδιακή η αλληλεγγύη της, και σιγανή σαν να ζητούσε συγχώρηση. Ταυτίζονταν με τον δυστυχισμένο. Έτρεμε να μην προσβάλει την ανθρωπιά του, την περηφάνια του. Γνώριζε όλες τις οικογένειες του χωριού και τις πιο απόμακρες με τα μικρά τους ονόματα. Ταχτικά τα πρωϊνά πήγαινε και τους έβλεπε Παρακολουθούσε με αγάπη την υγεία των παιδιών τους, το σκολειό τους. Ο Γιώργος συχνά κοιμότανε στα σπίτια τους.

Η μάνα δε συμπαθούσε τις εσωτερικές ξένες δασκάλες. Η ιδέα πως δε θα ήταν βολετό να μπαίνει στο δωμάτιό μας όποια ώρα της μέρας και της νύχτας, της ήταν ανυπόφορη. Είχε πάντα η ίδια τη φροντίδα μας. Δεν ήταν εύκολο. Ο Γιώργος ήταν πολύ άτακτος, και φυσικά, για μας τα μικρά, ο ήρωας. Μία μέρα είχε σκαρφαλώσει στα ράφια της αποθήκης των γλυκών του κουταλιού. Έψαχνε το βάζο με το πορτοκάλι. Το ράφι έγειρε, και μέσα σ’ ένα τρομερό σαματά ο Γιώργος και μερικά βάζα γκρεμίστηκαν. Η μάνα τρόμαξε. Έτρεξε και τράβηξε το γιό της μέσ’ απ’ τα γυαλιά και τα σιρόπια. Όταν τον είδε σώο, του έδωσε ένα μπάτσο κι έπειτα τον έβαλε στο μπάνιο. Όλο εκείνο το απόγευμα δε μας μίλησε. Αυτή ήταν σοβαρή τιμωρία. Θυμάμαι την απελπισία μου. Είχαμε τόση ανάγκη από τη ζεστή αγάπη της. Και οι τρεις είμαστε πρόθυμοι να γίνουμε άγιοι για το χαμόγελό της.
Μου φαίνονταν βασίλισσα σαν κατέβαινε ψηλή, στητή τα σκαλοπάτια. Άνοιγα την παιδική μου αγκαλιά και της έλεγα:
- Πέσε, καλίτσα μου.
Η μάνα, χωρίς ποτέ να μας διδάξει, μας άφησε ανυπολόγιστη κληρονομιά: την πίστη στην παρουσία του Θεού. Τ’ αγόρια με την αντρίκεια τους αιδώ δεν εκφράζονταν εύκολα, δεν πήγαιναν συχνά στην εκκλησιά. Όμως λίγο να τους γνώριζες, ένιωθες ν’ αναπνέουν αυτή την παρουσία, να ζουν την ορθοδοξία ολόκληρη.
Αυτή η πίστη παραστάθηκε το Γιώργο ως το τέλος. Κι’ η προσευχή που γνώρισε παιδάκι ήταν έτοιμη να βρει το δρόμο της. Στις ώρες τις κρίσιμες, στις ώρες τις γόνιμες, την έβλεπα αυτή την εκ βαθέων έκκληση ν’ ανεβαίνει στα μάτια του.
Μόνο εκείνο το ιερό: «Δοσμένα» λέει πολλά. Τόλεγε και τόγραφε ο Γιώργος σε κύριο τίτλο για τους στίχους του.
- Τι καλό ποίημα, «ο Βασιλιάς της Ασίνης».
- Αυτά είναι από το Θεό.
Χαμογέλασε σαν μου χάρισε τη μετάφρασή του της Αποκάλυψης:
- Βλέπεις, Ιωάννα, καθένας έχει το δικό του τρόπο να κάνει τη προσευχή του.
Και στο τέλος, στην αρρώστιά του, ακίνητος στο δωμάτιο της ανάνηψης κι εγώ καθισμένη στο πλαϊνό του σκαμνάκι μ’ αγκάλιαζε με το δεμένο του χέρι, όλο μάτια. Όταν ακόμη μπορούσε να μιλήσει:
- Άναψε το κεράκι σου για μένα.
_______________________________

Ιωάννας Τσάτσου «Ο αδερφός μου Γιώργος Σεφέρης», εκδ. «Εστίας», Αθήνα 1973.

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2008

Παιδεία

Η Απελευθερωτική δύναμη της ελληνικής παιδείας και νεωτερικής επιστήμης
Του ομότιμου καθηγητή Φιλοσοφίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, Λεωνίδα Μπαρτζελιώτη

«Εξοπλιστικά προγράμματα» - για να χρησιμοποιήσουμε σύγχρονη ορολογία – για την ανάπτυξη φιλελεύθερης παιδείας και επιστήμης με απώτερο στόχο την σφυρηλάτηση και εξοπλισμό της ελληνικής ψυχής έχουν εκπονηθεί σε όλες τις περιόδους της ελληνικής ιστορίας. Ιδιαιτέρως ενδιαφέρουν οι εξοπλισμοί της κλασσικής και της ύστερης βυζαντινής περιόδου, αλλά και της επώδυνης εκείνης περιόδου της «αιχμαλωσίας» του Γένους μας. Τα χρησιμοποιηθέντα και στις τρεις αυτές περιόδους όπλα προς ανάπτυξη της θύραθεν παιδείας και του επιστημονικού προβληματισμού, αποδείχτηκαν ανθεκτικά και αποτελεσματικά. Η αντοχή και η αποτελεσματικότητά τους είναι όντως συγκινητική αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι εκείνα εχρησιμοποιήθηκαν προκειμένου να φωτίσουν τα «διψαλέα λυχνάρια» για την προστασία του «αιχμαλώτου» Γένους των Ελλήνων, για την μη απόσβεση εξ ολοκλήρου των «σωζομένων έτι των Ελλήνων λόγων», αλλά και για την προετοιμασία του Γένους τούτου διά της νεωτερικής επιστήμης, της διάνοιξης δηλαδή της ευρείας λεωφόρου για την μετακένωση και ανάκληση των Μουσών εξ Ευρώπης στον πάτριον Ελικώνα τους και την κατάκτηση, συνεπώς, του «φέγγους ελευθερίης». Τα ίδια όπλα εχρησιμοποίησαν οι «αραιότατοι», αλλά άκρως τολμηροί και γενναίοι «λογάδες», «νεοεπιστήμονες» και «άθεοι μαθηματικοί», καθώς και ο «απανταχού της οικουμένης χορός» των φιλελεύθερων και προοδευτικών φιλοσόφων και εκπαιδευτικών. Όλοι τους είχαν συνειδητοποιήσει ότι το φως της ελευθερίας μπορούσε να γίνει ορατό από το «αιχμάλωτο» γένος των Ελλήνων, μόνον αν καθίστατο δυνατή η προσβολή του εχθρού «εκ των ένδον», από την δύναμη δηλαδή που προέρχεται από την αναβίωση των παλαιών πολιτιστικών αξιών και επιστημονικών επιτευγμάτων. Εξοπλισμένοι με τα όπλα του «ομόγλωσσου», του «ομόθρησκου» και της «πατρίου παιδείας» οι Έλληνες αυτοί λόγιοι πατριώτες δεν συνέβαλαν μόνο στην διατήρηση της συνέχειας του φιλοσοφικού και επιστημονικού προβληματισμού, αλλά και στην σφυρηλάτηση και στον εξοπλισμό της ελληνικής ψυχής για την επιβίωσή της στα δύσκολα χρόνια που ακολούθησαν. Από το πλούσιο αυτό οπλοστάσιο θα επιλέξωμε λίγους μόνον αλλά επίλεκτους αγωνιστές που πολέμησαν με τα όπλα της παιδείας και της επιστήμης της εποχής τους για την ανάπτυξη, της διατήρηση και την επιβίωση της ελληνικής συνειδήσεως.

Ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης αποτελούν ανεξάντλητη πηγή επιχειρημάτων. Αν και οι δύο φιλόσοφοι διαφωνούν σε πολλά σημεία, συμφωνούν στο ότι η «αρχή» της φιλοσοφίας είναι το «πάθος του θαυμάζειν»[1] και ότι «διά το ειδέναι το επίστασθαι εδίωκον και ου χρήσεώς τινος ένεκεν»[2].

Ο Πλάτων εξαίρει ιδιατέρως την σημασία της ανακάλυψης των τεχνών και των επιστημών, της τέχνης και της γραφής περιλαμβανομένης, την οποία ο ίδιος αποκαλεί «φάρμακον μνήμης τε και σοφίας». Ορθώς ετονίσθη ότι «αν δεν υπήρχε η Ακαδημία, δεν θα είχε πού να στηριχθεί η ελληνική παιδεία»[3] και η πνευματική καλλιέργεια, που αποτελούν την μόνη σωτηρία των κρατών.

Ο Αριστοτέλης, παρομοίως, δεν συνδυάζει μόνο τον φιλόσοφον με τον φιλόμυθον, τους θαυμαστές του λόγου και της σοφίας, το κατεξοχήν δημιούργημα του Ελληνισμού, με τον μύθο, το αδιαφοροποίητο κατασκεύασμα της μυθολογίας, αλλά προβαίνει και στην σχετική ιεράρχηση και αξιολόγηση των επιστημών. Το σπουδαιότερο είδος γνώσεως είναι εκείνο που διώκεται χάριν του «ειδέναι», το οποίο σαφώς αναφέρεται στην ελληνική επιστημονική μέθοδο προσέγγισης του προβλήματος της αρχής της φιλοσοφίας, της επιστήμης και του πολιτισμού και το οποίο ο «εραστής» της σοφίας μπορεί να το πραγματώσει, να επικοινωνήσει μαζί του και να το διευρύνει.

Ο Βησσαρίων ανακεφαλαιώνει με «ηπιότητα» και «μετριοφροσύνη» τη συμβολή των δύο φιλοσόφων στην παιδεία και την επιστήμης. Ο Πλάτων, τονίζει ο Βησσαρίων, έφθασε στο ύψιστο σημείο της παιδείας και της επιστήμης. Οι διάλογοί του, δεν αποκαλύπτουν μόνο τις ικανότητές του στις τέχνες της γραμματικής και της ρητορικής, στην λογική και στην διαλεκτική, αλλά, επίσης και στην ακριβή φυσική θεωρία. Ο Αριστοτέλης, επίσης, αν και έπεται του Πλάτωνα, είναι, ως «καθηγεμών πάσης επιστήμης», εξ ίσου άξιος τιμής και θαυμασμού[4].
__________________

[1] Θεαίτητος, 155c-156a, και Φαίδρος 274c-d
[2] Αριστοτέλης, Μετά τα φυσικά, 882b 21-23
[3] G. H. Sabine, Ιστορία των πολιτικών θεωριών, μετ. Μ. Κρίσπη, Αθήνα 1961, σ. 77
[4] Βησσαρίωνος, [επιστολή] Μιχαήλωι τωι Αποστόλη, εκδ. L. Mohler, σελ. 511-513

Τρίτη 22 Ιανουαρίου 2008

Στρατιωτικά

Η πρώτη στρατιωτική οργάνωση του νέου Ελληνικού κράτους[1]

Κύριον μέλημα του Κυβερνήτου εγένετο η οργάνωσις του κατά την άφιξιν αυτού ολοτελώς παραλελυμένου στρατού, όπως αφ’ ενός μεν καταργηθώσιν αι επικρατήσασαι καταχρήσεις, αφ’ ετέρου δε στρατιώται και αξιωματικοί αναγνωρίσωσιν εαυτούς μόνον τη πολιτεία ανήκοντας και παύσωσι να θεωρώνται υποτελείς μιας ή ετέρας φατρίας και καταλυθή ούτω ο τέως εις άκρον επιζήμιος δεσμός της απολύτου του στρατιώτου εξαρτήσεως από του διατηρούντος αυτόν αρχηγού.

Την γνώμην του Υψηλάντου και του στρατηγού Τσωρτς αποδεξάμενος ο Κυβερνήτης ενέκρινε τον κατά χιλιαρχίας οργανισμόν του στρατού. Οργανωθείσας δε εν Τροιζήνι τας χιλιαρχίας υπό τους χιλιάρχους Κίτσον Τζαβέλαν, Θ. Γρίβαν, Χατζή Πέτρον, Ιω. Στράτον, Δυοβουνιώτην, Δ. Ζέρβαν, καπιτάν Κώσταν, πλην του σώματος των Ολυμπίων και της φρουράς του στρατάρχου, τας μεν έπεμψεν εις Ελευσίνα υπό τον Υψηλάντην ως στρατάρχην, τας μεν έπεμψεν εις Ελευσίνα υπό τον Υψηλάντην ως στρατάρχην της Ανατολικής Ελλάδος, τας δε διέταξε να μεταβώσι και συμπληρωθώσιν εις το εν Δραγαμέστω στρατόπεδον όπου ο στρατηγός Τσωρτς διωργάνου τους υπ’ αυτόν. Και συντελεσθέντος του οργανισμού ο Κυβερνήτης μετέβη εις το στρατόπεδον, όπου παρουσία των διοικητών και αξιωματικών της ναυτικής μοίρας των συμμάχων παρέδωκε τας σημαίας τοις χιλιάρχοις, παρήνεσε τους αρχηγούς εις τήρησιν της απαραιτήτου τω στρατώ πειθαρχίας και εξέδωκεν αυστηράς διαταγάς εις παύσιν των στρατιωτικών αυθαιρεσιών και πιέσεων καθόσον ουχί ολίγα παράπονα τω εγένοντο. Συστήσας δε εν Πόρω Επιμελητήριον, εφρόντισε τα πάντα λεπτομερώς να κανονίσεη κατά τας περιστάσεις, υπό την εποπτείαν και προσωπικήν ευθύνην των χιλιάρχων, όπως μόνον μετά την βεβαίωσιν της πραγματικής εν τω στρατώ κατατάξεως παρέχηται εκάστω, αναλόγως του βαθμού, καθ’ ημέραν ο άρτος και το συσσίτιον, ανά τριμηνίαν δε η μισθοδοσία κατά τα κεκανονισμένα. Προ πάντων δε συνέστησε άκραν οικονομίαν. Διότι το ποσόν 300.000 φράγκων άτινα εκ συνεισφοράς ομογενών και φιλελλήνων κατά την άφιξίν του εκόμισεν, εντός του πρώτου μηνός της κυβερνήσεώς του εξηντλήθη εις τας επέιγουσας ανάγκας του στρατού, του ναυτικού και της διοικήσεως, ουδέν δε είχε λάβη εισέτι εκ της χρηματικής επικουρίας ην επανειλημμένως ητήσατο και αι σύμμαχοι Δυνάμεις τω υπεσχέθησαν, Όθεν και ηναγκάσθη να επιζητήση δάνειον προσωρινόν δέκα χιλιάδων ταλλήρων παρά του εν Κερκύρα αρμοστού σιρ Φρειδ, Αδάμ και έτερον εκατόν χιλιάδων ταλλήρων παρά της Ιονικής κυβερνήσεως όπως επαρκέση εις τας ανάγκας της Ελληνικής πολιτείας.

Απαραίτητον θεωρών ο Κυβερνήτης την σύστασιν σώματος πυροβολητών καλώς γεγυμνασμένων περί την χρήσιν του πεδινού και του τοπομαχικού πυροβολικού συνέστησε τάγμα επί τούτω εκ λόχων εξ εκάστου λόχου μετά των αξιωματικών και υπαξιωματικών αποτελουμένου εξ εκατόν ανδρών, χωρίς των του επιτελείου. Εις συμπλήρωσιν του τάγματος προσελήφθησαν οι των δύο υφισταμένων λόχων και εθελονταί εκ πάσης επαρχίας, ιδίως νέοι των ωαυτικών νήσων, επί υποχρεώσει τετραετούς θητείας. Ωρίσθησαν δε τα περί συσσιτίου και μισθοδοσίας αξιωματικών, υπαξιωματικών και λοιπών ανδρών και ιδιαιτέρως τα περί ιματισμού και εκδόσεως τριμήνων κατ’ έτος αδειών. Ταυτοχρόνως εκανονίσθη η υπηρεσία του στρατιωτικού και του ναυτικού φροντιστηρίου.

Επειδή ένεκα της δεινότητος των περιστάσεων δεν υπήρξε δυνατόν να τεθή εις πλήρη ενέργειαν ο περί στρατολογίας νόμος, εκ πείρας δε απαδείχθη ωφέλιμος η επενεχθείσα μεταρρύθμισις της συστάσεως ταγμάτων αντί συνταγμάτων, ακούσας την γνώμην του Πανελληνίου ο Κυβερνήτης εξέδωκε βραδύτερον ψήφισμα δι ου προσωρινώς εκανόνισε τα της στρατολογίας. Τότε συνέστη και ο λόχος των ευελπίδων το πρώτον εκ πεντήκοντα νέων προωρισμένων να καταταχθώσιν ως αξιωματικοί ή υπαξιωματικοί εν τω τακτικών στρατώ.


[1] Α. Μ. Ιδρωμένου, «Ιωάννης Καποδίστριας, Κυβερνήτης της Ελλάδος», σελ. 82-85, Βιβλιοθήκη Μαρασλή, Τύποις Π.Δ. Σακελλαρίου, 1900

Δευτέρα 21 Ιανουαρίου 2008

Οικονομία

Το «φθίνον Βυζάντιο»[1]

Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όταν ανασυστάθηκε μετά την εκδίωξη των Λατίνων, ήταν μια περιορισμένη εδαφικά κυριαρχία που δεν μπορούσε να καλύψει με τα έσοδά της τις δημοσιονομικές δαπάνες που δημιουργούνταν. Οι δαπάνες αυτές, μέχρι το τέλος του βίου της υπήρξαν παραδοσιακά υψηλές και επαχθείς … Πέρα όμως από την περιορισμένη έκταση του Βυζαντινού κράτους … , πρέπει να αποδώσουμε την πενιχρή οικονομική κατάσταση και στην τακτική των ιταλικών ναυτικών πόλεων, της Βενετίας, της Γένουας και της Πίζας. Οι πόλεις αυτές, ενεργώντας συστηματικά και μεθοδικά από τους πριν από την άλωση χρόνους, έγιναν η κυριότερη αιτία της οικονομικής καταρρεύσεως του Βυζαντίου, δανείζοντας τους αυτοκράτορες και απομυζώντας τους πόρους της Αυτοκρατορίας.

Η αναδρομή στην δράση των ιταλικών πόλεων πείθει για την καταστρεπτική τους επίδραση στην οικονομία κατά την περίοδο της αγωνίας του Βυζαντίου[2], αν λάβουμε υπ’ όψιν και τις διάφορες ατέλειες, εξαιρέσεις, απαλλαγές και παραχωρήσεις που είχαν επιτύχει σε διάφορες χρονικές περιόδους.

Στην περίοδο … της λατινικής κυριαρχίας (1204-1261), πρέπει να αποδώσουμε την επερχόμενη εξουθένωση της Βυζαντινής οικονομίας (δημόσιας και ιδιωτικής), η οποία άγγιξε το όριο της ολικής ανυπαρξίας επί Παλαιολόγων.

Κατά συνέπεια δεν θα ήταν δίκαιο να καταλογίσουμε όλες τις ευθύνες στην τελευταία δυναστεία της Αυτοκρατορίας, γιατί ακριβώς η τότε κατάσταση δεν ήταν τίποτε άλλο παρά, η φυσική, βέβαια όχι χωρίς σοβαρή αντίδραση εκ μέρους του Βυζαντίου, κατάληξη του οικονομικού χάους που δημιουργήθηκε επί λατινικής κυριαρχίας.

Το χάος υπήρξε έργο κυρίως της επικρατήσεως των ιταλικών ναυτικών πόλεων, η οποία έπληξε ανεπανόρθωτα την ιδιωτική και δημόσια οικονομία του περιορισμένου σε δυνατότητες Βυζαντίου. Παραστατική είναι η εικόνα του ρόλου των ξένων εμπόρων στην εθνική οικονομία των χωρών που μας παρέχει ο Γάλλος εμποροκράτης Μονκρετιέν : «οι ξένοι έμποροι παραβάλλονται χαρακτηριστικώς προς αντλίαν που αντλεί το αίμα του εντοπίου λαού και τον οποίον τότε μόνο αφήνουν όταν είναι νεκρός».

Παράλληλα όμως με τις ιταλικές πόλεις και η απολιθωμένη … αντίληψη και τακτική ως προς την αντιμετώπιση των οικονομικών ζητημάτων συνετέλεσε στην θλιβερή οικονομική κατάσταση, στην οποία περιήλθε το Βυζάντιο κατά τους τελευταίους αιώνες. … με το να αρνούνται οι Βυζαντινοί τις νέες μεθόδους ασκήσεως του εμπορίου [την ανάπτυξη του θεσμού του εμπορικού συνεταιρισμού, την κατανομή της ευθύνης, την αξία της εμπορικής πίστεως, τους τύπους των συμβολαιογραφικών πράξεων, την αποστολή του μεσίτη, τα πρωτοδημιουργούμενα εμποροδικεία του πτωχευτικού δικαίου, την μεταβίβαση αξιών και εμπορευμάτων με οπισθογράφηση, την ανάπτυξη της τραπεζικής εργασίας, την έκδοση τραπεζικών γραμματίων «πληρωτέων εν όψει» που κυκλοφορούσαν αντί χρημάτων, την προεξόφληση γραμματίων μακράς λήξεως, καθώς επίσης και τα νέα συστήματα εμπορικής επικρατήσεως, δηλαδή τον συνδυασμό ξένου κεφαλαίου για την αναπλήρωση του ακινητοποιημένου ρευστού σε διάφορες επιχειρήσεις, τον συνδυασμό ξένου κεφαλαίου για την αναπλήρωση του ακινητοποιημένου ρευστού σε διάφορες επιχειρήσεις, τον συνδυασμό κεφαλαίου που ανήκε σε τρίτους και εμπορικής επιχειρήσεως που ασκείται από έμπορο ή ναυλομεσίτη] δεν μπόρεσαν να παρακολουθήσουν τις νέες εξελίξεις, ώστε να επιβιώσουν στον οξύτατο ανταγωνισμό της οικονομικής ζωής.

Ένας από τους σοβαρότερους … λόγους της οικονομικής καταπτώσεως του Βυζαντίου πρέπει να αναζητηθεί στην επικράτηση της μεγάλης αγροτικής ιδιοκτησίας από τον 11ο αιώνα και μετά με όλα τα … επακόλουθα (στείρα μορφή κεφαλαιοκρατίας). Κατά τους δύο τελευταίους αιώνες η οικονομία του βυζαντίου περιορίσθηκε μεταβαλλόμενη διαρκώς από παραγωγική σε καταναλωτική. … Τέτοια οικονομικά φαινόμενα αποτελούν σαφείς εκδηλώσεις όχι παροδικής κάμψεως, αλλά επερχόμενης μοιραίας παρακμής. … κάτω από αυτό το πρίσμα θα έπρεπε να εκτιμηθεί η συνεχής επιδείνωση της βυζαντινής οικονομίας και η έλλειψη ανταγωνιστικότητας απέναντι στις αναπτυσσόμενες τάσεις της Δύσεως.

Η πλήρης οικονομική κάμψη της βυζαντινής οικονομίας προήλθε αρχικά από την εξασθένιση της Διοικήσεως σε συνδυασμό με τον κατακερματισμό του κράτους και την παράλληλη εμφάνιση των «ισχυρών» που ενισχύθηκαν με διαφόρους τρόπους.

Από εκεί προήλθε και η κάμψη των δημοσίων οικονομικών, μα αποτέλεσμα την παραμέληση των αμυντικών μέσων. Ο άμεσος αντίκτυπος εκδηλώθηκε στην εμπορική ναυτιλία και όταν μάλιστα εμφανίστηκε η πειρατεία, χάθηκε και ο πρώτος παράγων της βυζαντινής οικονομίας.

Αφού η ναυτιλία περιήλθε σε αδράνεια, ακολούθησε η κάμψη του διαμετακομιστικού εμπορίου και η πτώση των εξαγωγών. Παράλληλη ήταν και η διακοπή της βιοτεχνική παραγωγής. Στην περιοχή μάλιστα της Κωνσταντινούπολής δεν παρατηρούνται πια ονόματα Ελλήνων που ασκούν εμπορία-βιοτεχνία, ενώ αντίθετα οι ξένες παροικίες ανθούν.

… οι ξένες παροικίες εφοδιασμένες, αφενός … με ατέλεια εισαγωγής- εξαγωγής, με απαλλαγές από την φορολογία, προστατευμένες από το ίδιο τους το δίκαιο, αφετέρου αντιτάσσοντας όλη τους τη δυναμικότητας απέναντι στην βυζαντινή αδράνεια, πέτυχαν τελικά τον σκοπό τους. Έτσι συγκεντρώθηκε η παραγωγική δραστηριότητα στα χέρια των ξένων κοινοτήτων, προς όφελος όχι των ελληνικών πληθυσμών, αλλά των ιταλικών μητροπόλεων. Εκεί τελικά κατέληγαν οι καρποί της ξένης δραστηριότητας.

… προκειμένου να πραγματοποιήσουν οικονομικά οφέλη οι ξένες κοινότητες μετέρχονταν όλα τα μέσα, αδιαφορώντας αν οι ενέργειές τους δεν συμφωνούσαν προς τον στοιχειώδη ανθρωπισμό και αν ήταν αντίθετες προς την υπάρχουσα νομοθεσία με τις αυστηρές κυρώσεις ή ακόμη και με τους αφορισμούς της Εκκλησίας[3]. Εκμεταλλεύονταν μέλιστα ληστρικά τις περιοχές, υιοθετώντας συμπεριφορά και μεταχείριση αποικιακής μορφής, δανείζοντας με υψηλό τόκο, συνεργαζόμενες με άπιστους εναντίον Σταυροφόρων, όταν … επρόκειτο να προσπορίσουν οικονομικά οφέλη. Από την τακτική αυτή μπορούμε να συμπεράνουμε, ότι επικρατεί και διέπει τη σκέψη τους ωμή κερδοσκοπική αντίληψη. Με την εγκατάσταση μάλιστα και στα παράλια της Συρίας και της Μικράς Ασίας δυτικών εμπόρων, ιδρύονται και νέες κοινότητες που χρησιμεύουν ως ορμητήρια και βάσεις ασκήσεως του εμπορίου των ιταλικών μητροπόλεων. Από τότε έχουμε, κατά τον Κέτσκε[4], τα πρώτα κεφαλαιοκρατικά κέντρα.

… εκ μέρους του Βυζαντίου δεν παρατηρείται καμιά δραστηριότητα, παρά μόνο η τοποθέτηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου σε ακίνητα ή ο αποθησαυρισμός. Από τις πληροφορίες που έχουμε, προκύπτει ότι ο αποθησαυρισμός δεν πραγματοποιείτο σε μεγάλη κλίμακα, οι τοποθετήσεις όμως σε ακίνητα γίνονταν σε μεγάλο βαθμό, αν και η αξία τους δεν έμενε σταθερή, αντιθέτως μειωνόταν. … Αντίθετα … στην Ιταλία οι τιμές των ακινήτων ανέβαιναν. … η αύξηση ήταν αποτέλεσμα της ανοδικής πορείας της οικονομίας των ιταλικών πόλεων.

Την εποχή κατά την οποία το εμπόριο απορροφούσε περισσότερα κεφάλαια, επειδή πολλαπλασιάζονταν οι ανάγκες, οι Βυζαντινοί δεν διέβλεπαν την ανάγκη παραγωγικής απασχολήσεως του κεφαλαίου που πλεόναζε προς την κατεύθυνση αυτή. … υποστηρίζεται … ότι η κατάσταση είχε διαφοροποιηθεί σε τέτοιο βαθμό, ώστε οι Βυζαντινοί σχεδόν έχασαν και αυτό το ένστικτο της αυτοσυντηρήσεως και άρχισε να αμβλύνεται ακόμα και η επιθυμία του κέρδους.

… κατά τον Ζ. Λίγκενθαλ, ασχολούνταν λεπτομερειακά και με υπερβολική σχολαστικότητα με τις ερμηνείες διαφόρων απηρχαιωμένων διατάξεων, χωρίς βέβαια να προσφέρουν τίποτε. Δεν δέχτηκαν τους νέους θεσμούς, ούτε αυτούς που διαμορφώθηκαν, ούτε αυτούς που διαμορφώνονταν, έμειναν αδρανείς, προσηλωμένοι στα έθιμά τους – ίσως να μην μπορούσαν να προσαρμοστούν – πάντως παρέμειναν απλοί θεατές της οικονομικής αναγεννήσεως των δυτικών.

Στον γεωγραφικό χώρο του Βυζαντίου αρχίζουν να εμφανίζονται ιταλικές βιοτεχνίες και να καταλαμβάνουν τη θέση που είχαν πριν αντίστοιχες βυζαντινές οικονομικές μονάδες.

… παντού σε όλους του τομείς της παραγωγής και της δραστηριότητας οι Βυζαντινοί υποχωρούν και φυσικοί τους αναπληρωτές στον ανατολικό χώρο αναδεικνύονται οι Γενουάτες, οι Βενετοί και οι Πιζάνοι.
__________________________

[1] Από το βιβλίο του Σάββα Σπέντζα «Γ. Γεμιστός – Πλήθων, ο φιλόσοφος του Μυστρά, οι οικονομικές, κοινωνικές και δημοσιονομικές του απόψεις», σελ. 24-29, εκδ. Καρδαμίτσα, Αθήνα 1996
[2] Α. Διομήδη : Ανέκδοτον. Η οικονομική πολιτική του φθίνοντος Βυζαντίου, σελ. 192-193 : Υπήρξαν οι Ιταλικές πόλεις και ιδίως η Βενετία, πρωτεύοντες συντελεσταί της πολιτικής υποδουλώσεως του Βυζαντίου, της εδαφικής καταρρεύσεως αυτού περισφθίξασαι δε επί αιώνας ολοκλήρους τον ανατολικόν κόσμον έπεσαν ως ακρίδες επί των Βυζαντινών χωρών απομυζώσαι κάθε των ικμάδα.
[3] Αναφέρεται κυρίως η Βενετία ως ασκήσασα κατ’ εξοχήν το δουλεμπόριον και το σωματεμπόριον. Α. Διομήδη, Ανέκδοτον, σελ. 158
[4] R. Koetschke : Allgemeine Wirtschaftgeschichte des Mittelalters. Jena 1924, σελ. 538

Παρασκευή 18 Ιανουαρίου 2008

Λογοτεχνία

Ο Αγάς Χαλήλ απαγάγει την χριστιανοπούλα Βάσω, παρά την θέλησή της και την κλείνει στο χαρέμι του. Ο πατέρας της Κώστας απευθύνεται στον καδή της Άρτας, από τον οποίο ζητά να του επιστραφεί η απαχθείσα κόρη του. Ο καδής Χασάν διάκειται ευνοϊκά απέναντι στον απαγωγέα Χαλήλ. Τον καλεί σε απολογία και επιχειρεί να συμβιβάσει τα μέρη υπέρ του Χαλήλ. Ο Κώστας αρνείται να συμβιβαστεί και οδηγείται στην φυλακή, η δε Βάσω «κατακυρώνεται» στον απαγωγέα. Ο μνηστήρας της Βάσως, Νίκος, ο οποίος παρευρίσκεται στην εξέταση – παρωδία ενώπιον του καδή, καταφεύγει στον κλέφτη Χρήστο Μηλιόνη, νονό της άτυχης απαχθείσης, ο οποίος υπόσχεται εκδίκηση…

Ιστορίες Ληστών, από την Ελληνική Λογοτεχνία[1]

Ήτο Παρασκευή, ημέρα εορτής, καθ’ ην αι πέντε νενομισμέναι προσευχαί τελούνται πομποδέστερον…

Ότε ενωτίσθη τους ευμόλπους και ηχηρούς εκείνους φθόγγους ο Χασάν εφένδης, αφήκεν επί του τάπητος του σοφά το βιβλίον του Σερή, όπερ νυχθημερόν εμελέτα και εγερθείς περιεβλήθη την μηλωτήν και απήλθεν εις το προσκύνημα.

Μόλις οι πιστοί είχον συναχθεί και ήρχισαν τας συνήθεις επί της ψιάθου γονυκλισίας, προτού ακόμη τις εκ των δερβισών να φθάσει εις βαθμόν ενθουσιώδους παροξυσμού, ώστε να εκβάλλει αφρούς εκ του στόματος, ότε νεαρός Τούρκος εισήλθεν ορμητικός και τόσον έξαλλος εφαίνετο, ώστε ελησμόνησε ν’ αφήσει τα σανδάλια παρά τον ουδόν της θύρας και εισήλθεν υποδεδεμένος εις το τέμενος. Οι πιστοί ανέκυψαν έκπληκτοι και οι ενθερμότερον δεόμενοι απεσπάσθησαν εκ της ευσεβούς εκείνης προσηλώσεως.

- Τί είναι ; ηκούσθη ψιθυρισμός.
- Κλέφτες ! Κλέφτες έρχονται ! έκραξεν ο άρτι εισελθών.
- Κλέφτες ! επανέλαβον διάφοροι φωναί.

Η έκπληξις ολόκληρος δεν είχεν εκφρασθεί ακόμη. Ακτίς φωτός δεν είχε εισδύσει εις τας διανοίας ταύτας, ώστε να κατανοήσωσι πώς ήτο δυνατόν να έλθωσι κλέφτες εις την πόλιν. Και συγχρόνως εισήλθεν ανήρ φορών λερήν φουστανέλαν, κρατών γυμνόν ξίφος εις την δεξιάν, μελαμψος την χροιάν, πελώριος το ανάστημα, έχων μακράν κόμην περί τους ώμους. Κατόπιν αυτού εφάνη δεύτερος και τρίτος κλέφτης.

Οι μουσουλμάνοι έριξαν λυσσώδεις κραυγάς φρίκης και μίσους. Η αγανάκτησις διά την βεβήλωσιν, η ιδέα πως ήτο δυνατόν να έλθει άπιστος να βεβηλώσει τον ιερόν χώρον, έπνιγε παν άλλον αίσθημα.

- Έξω ! Έξω ! Έξω απ’ εδώ ! ηκούσθησαν ορυόμεναι συμμιγείς κραυγαί.

Αλλά ο υψηλός φουστανελοφόρος πάλλων το ξίφος εν τη δεξιά και απείργων τους αόπλους μουσουλμάνους, όσοι επρόλαβαν να ανορθωθώσιν, ήλθε κατ’ ευθείαν προς τον Χασάν εφένδην και τω είπε.

- Συ είσαι ο κατής της Άρτης ;
- Εγώ, απήντησε εμβρόντητος ο Χασάν.
- Σηκώσου, πάμε, τω είπεν ο κλέφτης.

Και τον έσυρε διά της βίας. Οι δύο σύντροφοί του προσελθόντες τον εβοήθησαν.

Εις ολίγας στιγμάς το σύμπλεγμα είχε διασκελίσει τον ουδόν.

Ο πρώτος κλέφτης προεπορεύετο σύρων και τον κατήν και οι δύο σύντροφοί του ηκολούθουν οπισθοβατούντες, αμυνόμενοι διά των ξιφών κατά των μουσουλμάνων, όσοι όρμησαν να επιτεθώσιν άοπλοι.

Ότε εξήλθον εις τον περίβολον, όστις απετέλει πολυάνδριον, πλήρες τάφων και μνημείων, περιβαλλομένων υπό τινων κυπαρίσσων, ανεζήτουν τινές λίθους να επιτεθώσιν. Άλλοι, όσοι κατώκουν εγγύς του τζαμίου, έσπευσαν εις τας οικίας των να λάβωσιν όπλα. Αλλ’ οι τρεις κλέφται είχον πολύ ανοικτόν το βήμα. Ότε απεμακρύνθησαν ολίγον και εξήλθον της πόλεως, οι δύο σύντροφοι εσχημάτισαν διά των χειρών φορείον και έβαλαν τον Χασάν να καθίσει επ’ αυτού, ο δε πρώτος κλέφτης εβάδιζεν ατάραχος. Αλλά τότε επήλθε κατ’ αυτών πολυάριθμον άθροισμα ενόπλων Τούρκων. Συγχρόνως δε ηκούσθη κραυγή.

- Χτυπάτε, μονόματοι !

Τω όντι ο Χρήστος Μηλιόνης [διότι εκείνος ήτο ο αρχηγός της εισβολής] δεν συνήθιζε να κάμνει ατελή σχέδια. Εμίσει την βραδείαν μεταμέλειαν και διά τούτο επροτίμα να προνοεί καλώς τα ενδεχόμενα. Προτού ν’ αποφασίσει το τολμηρόν τούτο διάβημα, είχε φροντίσει να οπλίσει χριστιανούς τινάς επικούρους εκ της Ακαρνανίας, εξ’ εκείνων των γνωστών με το όνομα μονόματοι, οίτινες δεν ήσαν κυρίως αρματολοί, αλλ’ ειρηνικοί αγρόται, δεν ηπηξίουν όμως να ζώνονται ενίοτε την σπάθην, οσάκις είχον αφορμήν να βαρυνθώσιν το μονότονον έργον των. Ούτοι οι ανδρείοι ενήδρευον έξωθεν της πόλεως περιμένοντες τους συντρόφους. Ούτοι οι μονόματοι απήντησαν εις την καταδίωξιν των τούρκων διά ραγδαίου και ανδρικού πυρός.

- Χτυπάτε μονόματοι ! έκραξεν ο Χρήστος Μηλιόνης.

Και ηκούετο το καριοφίλι βροντών και ο Μηλιόνης εγέμιζεν με την μίαν χείρα και εκένου με την άλλην και οι μονόματοι ημιλλώντο να φθάσωσιν εις την ταχύτητα τον απαράμιλλον τούτον μαχητήν. Όσον διά την ακρίβειαν του σκοπού, ουδείς ηδύνατο ν’ ανταγωνισθεί προς αυτούς, τους ατρομήτους, οίτινες επαξίως επωνομάσθησαν μονόματοι.

Όσον κρατερά και αν ήτο η καταδίωξις των Τούρκων, ο ήλιος είχε δύσει, η νυξ έπιπτε, το ρεύμα και ο κρημνός εβοήθη τους αποχωρούντας και οι μονόματοι ευκόλως δεν κατεβάλλοντο. Πάσα βολή μονόματου εμετρείτο με μίαν κεφαλήν Τούρκου πίπτουσαν. Σπανίως ηκούσθη ν’ αστοχήσωσι του σκοπού οι γενναίοι ούτοι ορεινοί.

Μετ’ ολίγον οι διώκται ετράπησαν εις άτακτον φυγήν αποβάλοντες νεκρούς περί τους δέκα εκ του κλέφτικου δύο ή τρεις έπεσαν.

Ο Μηλιόνης είχεν υπολογίσει ορθώς. Ένα Ακαρνάνα τον εστάθμιζε με τρεις Τούρκους και ήμισιν. Εκ των αποτελεσμάτων ανεδείχθη και πάλιν η δεδοκιμασμένη εμπειρία του αρχηγού.
_______________________

[1] Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, «Χρήστος Μηλιόνης», απόσπασμα από το κεφ. Δ΄

Πέμπτη 17 Ιανουαρίου 2008

Μάχες

Μετά την Σαλαμίνα[1]

…ο Ξέρξης αντιλήφθηκε το μέγεθος της καταστροφής του και με ψυχραιμία λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για να μην παραλύσει εντελώς το κλονισμένο ηθικό των στρατευμάτων του. Μόνο ο Μαρδόνιος διαισθάνεται τα σχέδιά του και τις αγωνίες του. Έτσι, ενώ στα Σούσα πληροφορούνται πολύ γρήγορα πώς έχουν στ’ αλήθεια τα πράγματα, μέσω ενός ευφυούς ταχυδρομικού συστήματος και ανησυχούν για τους μεγάλους κινδύνους που απειλούν τον στρατό και τον ίδιο τον βασιλιά, στο στρατόπεδο και στον στόλο βασιλεύει η ηρεμία, μέχρι που δίνεται το σήμα της αναχώρησης, με διαφορά μερικών ημερών. Αυτό το σήμα ωστόσο, όταν δόθηκε, όντας η επίσημη επιβεβαίωση της ήττας, προκάλεσε σύγχυση στον στόλο. Τότε κατάλαβαν ότι είχαν ηττηθεί οριστικά, εφ’ όσον εγκατέλειπαν τα πάντα και τρέπονταν σε φυγή μπροστά στον νικητή εχθρό. Η ώρα του απόπλου, μέσα στην νύχτα, μεγαλώνει ακόμη πιο πολύ τον γενικό φόβο. Ρίχνουν εσπευσμένα τα πλοία στο νερό και η διαταγή να πάνε γρήγορα να σώσουν τις γέφυρες που κινδύνευαν εκνευρίζει ακόμη πιο πολύ διοικητές και πληρώματα. Βγαίνουν από τον κόλπο όπως-όπως και βάζουν πλώρη προς τα νοτιοανατολικά, πλέοντες μέσα στον Σαρωνικό. Φαντάζονται ότι οι Έλληνες τους έχουν στήσει ενέδρα στο ύψος του ακρωτηρίου Ζωστήρα ή μέσα στο σκοτάδι. Οι μυτερές άκρες των σκοπέλων περνιούνται για καράβια. Τότε τα ερετικά αρχίζουν να κωπηλατούν φρενιασμένα χωρίς ρυθμό, με κομμένη την ανάσα. Οι κωπηλάτες χτυπούν ή ανατρέπουν ο ένας τον άλλο, τα παραγγέλματα των κελευστών που είναι εκτός εαυτού δεν μπορούν πια ν’ ακουστούν. Οι τριήρεις έντρομες σκορπίζονται προς όλες τις κατευθύνσεις και οι αρχηγοί με μεγάλη δυσκολία καταφέρνουν να αποκαταστήσουν την τάξη και την συνοχή. Το πρωί, οι Έλληνες βλέποντας τον περσικό στρατό στις θέσεις του απέναντι στην Σαλαμίνα, υπέθεσαν ότι ο εχθρικός στόλος βρισκόταν ακόμη στο Φάληρο και ότι σκεφτόταν μια νέα επίθεση. Έτσι ετοιμάστηκαν αμέσως να την αποκρούσουν. Βλέπουμε ότι η Σαλαμίνα, ναυτική βάση των Ελλήνων, παραμένει σε άμυνα όσο τα βαρβαρικά στρατεύματα είναι παρόντα. Είναι απομονωμένη και κατά κάποιο τρόπο αποκλεισμένη. Πολύ αργότερα μαθαίνουν τελικά, σίγουρα από περιπόλους που είχαν σταλεί εκτός των περασμάτων, ότι ο εχθρικός στόλος είχε εξαφανιστεί. Πόσο μεγάλη συγκίνηση πρέπει να προκάλεσε αυτό το καταπληκτικό νέο στις τάξεις των συμμάχων, πόση ανακούφιση θα αισθάνθηκαν ! Ο εχθρός λοιπόν ομολογεί ότι νικήθηκε και φεύγει. Όμως μας ξεφεύγει ! Τα πληρώματα τρέχουν στις τριήρεις για να επιβιβαστούν και το σήμα του απόπλου δίνεται με ένα χτύπημα στα κατάρτια των ναυαρχίδων. Αρχίζουν την καταδίωξη του εχθρού, αλλά είναι πολύ αργά, η επαφή έχει χαθεί. Με πόση μανία θα κωπηλατούσαν τα ερετικά σ’ αυτήν την γιγαντιαία λεμβοδρομία των τετρακοσίων πλοίων, των 65.000 κουπιών που όργωναν την θάλασσα του Αιγαίου και κάλυπταν με λευκούς αφρούς κυμάτων την γαλάζια επιφάνεια ! Οι κωπηλάτες όμως δεν είναι μηχανές από σίδερο και τελικά κουράζονται. Εξουθενωμένοι, γέρνουν στους πάγκους τους. Είναι ανάγκη να σταματήσουν. Και σταματούν στην Άνδρο. Την άλλη ημέρα όλοι έχουν συνέλθει και οι κωπηλάτες είναι έτοιμοι να συνεχίσουν την καταδίωξη. Ο Θεμιστοκλής δεν κατάφερε να πείσει τον Ευρυβιάδη για μια επίθεση μέχρις εσχάτων. Από την στιγμή που ο βάρβαρος αποκρούστηκε στην θάλασσα, οι Πελοποννήσιοι αναρωτιόνταν ήδη αν είχε έρθει η ώρα να στρέψουν όλη τους την προσοχή στην ξηρά, όπου μια ωραία αντίσταση κατά του Μαρδόνιου θα εξισορροπούσε την ναυτική νίκη που ήταν προς όφελος των Αθηναίων. Ο Θεμιστοκλής πάντως δεν έχασε τον καιρό του και προσπάθησε, κάνοντας αρχή από την Άνδρο, να συνηθίσει το Αρχιπέλαγος στον φόρο υποτελείας ο οποίος, όταν εδραιώθηκε αργότερα και επεκτάθηκε στην Ιωνία, στην Καρία, στην Θράκη και στα νησιά, δημιούργησε την ισχυρή ναυτική ηγεμονία της Αθήνας. Ο Αθηναίος στρατηγός θα είδε με χαρά την γενική υποχώρηση του στρατού του Ξέρξη και έκανε ό,τι μπορούσε για να τον διώξει, στέλνοντας στον μεγάλο βασιλέα τον πιστό και ικανό Σίκιννο για να τον τρομάξει, λέγοντάς του ότι ετοιμαζόταν να επιτεθεί στις γέφυρες. …

Όταν επιστρέφουν στην Σαλαμίνα, οι σύμμαχοι γεμάτοι ευγνωμοσύνη μοιράζουν πρώτα τα λάφυρα και κάνουν αφιερώματα στους θεούς τους. Ανάμεσα στα άλλα πλούσια αναθήματα είναι και τρεις φοινικικές τριήρεις, λάφυρα πολέμου. Την μία την έπιασαν στον Ισθμό – ο Ηρόδοτος μάλιστα ήταν αυτόπτης μάρτυς – την άλλη στο Σούνιο και την Τρίτη στην Σαλαμίνα, προς τιμή του Αίαντα, γιου του Τελαμώνα. Κατόπιν μοίρασαν τη λεία, φροντίζοντας να βάλουν στην άκρη τα καλύτερα λάφυρα για τους Δελφούς. Με αυτά έφτιαξαν ένα τεράστιο άγαλμα [7μ. 68εκ.] που κρατούσε στα χέρια του το έμβολο μιας τριήρους. Αλλά ο Απόλλων δεν θα ήταν απόλυτα ευχαριστημένος, αν δεν έπαιρνε ειδικό ανάθημα από τους Αιγινήτες. Ήταν ένας τρόπος να αναδείξουν τις πραγματικά λαμπρές υπηρεσίες που προσέφεραν οι Αιγινήτες κατά την ναυμαχία. Ήταν επίσης μια πράξη των Δωριέων συμμάχων με σκοπό να προκαλέσουν την ζήλια των Αθηναίων. Οι Αιγινήτες πρόσφεραν προς τιμήν του θεού και σε ανάμνηση των κατορθωμάτων τους στην Σαλαμίνα τρεις χάλκινους ιστούς μα τρία χρυσά πανιά. Ο Ηρόδοτος μας επιτρέπει να διακρίνουμε, με την απαράμιλλη τέχνη του ιστορικού ο οποίος αφηγείται αμερόληπτα τα γεγονότα, όλες αυτές τις απογοητευτικές πράξεις. Η Αθήνα, η ψυχή της αντίστασης, ιδρύτρια της συμμαχίας, έχοντας παρατάξει στη μάχη ένα στόλο διακοσίων τριήρων, που είχε νικήσει ήδη τον Βάρβαρο στον Μαραθώνα πριν τη Σαλαμίνα, δεν θεωρείται άξια παρά μόνο για το δεύτερο έπαθλο. Το πρώτο πήγε στην μικρή Αίγινα. Υπήρξαν πιο δίκαιοι όσον αφορά στην προσωπική ανδρεία, έτσι οι Αθηναίοι τριήραρχοι, ο Ευμένης από τον δήμο Αναγύρου και ο Αμεινίας από την Παλλήνη που καταδίωξε την Αρτεμισία, έλαβαν τις ίδιες τιμητικές διακρίσεις με τον Αιγινήτη Πολύκριτο.

Στον Ισθμό, όπου κατέπλευσαν οι σύμμαχοι αμέσως μετά την μοιρασιά των λαφύρων, κάθε πόλη αποφεύγει να ομολογήσει ότι μια άλλη έκανε περισσότερα για την σωτηρία της Ελλάδας, πόσο μάλλον η Αθήνα. Οι στρατηγοί, συγκεντρωμένοι στον ναό του Ποσειδώνα για να ανακηρύξουν αυτόν που υπήρξε πιο γενναίος και πιο σπουδαίος την αλησμόνητη εκείνη ημέρα που σώθηκε η Ελλάδα, εναπόθεσαν τις ψήφους τους πάνω στον βωμό. Μόνο που ο καθένας κράτησε για τον εαυτό του, στρατηγός της πόλης του γαρ, την πρώτη θέση με την ψήφο του, δίνοντας την δεύτερη στον Θεμιστοκλή που δεν ήταν κατώτερος κανενός. Έτσι, όταν καταμετρήθηκαν οι ψήφοι, οι στρατηγοί όλων των άλλων πόλεων βρέθηκαν να έχουν πάρει μόνο μια ψήφο, τη δική τους, ενώ ο στρατηγός της Αθήνας τις συγκέντρωσε όλες, έστω και δεύτερες. Τότε οι στόλοι χωρίστηκαν και ο καθένας γύρισε στο λιμάνι του χωρίς να δοθεί ικανοποιητική λύση στην υπόθεση του πρωτείου, λόγω των αντιπαλοτήτων μεταξύ των πόλεων αλλά και των αρχηγών. Ωστόσο, παρατηρεί ο Ηρόδοτος, όλη η Ελλάδα ανακήρυξε τον Θεμιστοκλή ως τον κυριότερο και ευφυέστερο πρωτεργάτη της ελληνικής ανεξαρτησίας.
__________________________

[1] Από το βιβλίο του Κωνσταντίνου Ράδου, «Η Ναυμαχία της Σαλαμίνας – Η μάχη που διέσωσε τον δυτικό πολιτισμό», εκδόσεις Ενάλιος, 2004. Ο Κωνσταντίνος Ράδος [1862-1931], λόγιος και ιστορικός, διαπρεπής καθηγητής Ιστορίας στα πανεπιστήμια των Αθηνών και των Παρισίων, έχει γράψει πλήθος ιστορικών μελετών, όπως την «Γενική Ιστορία του Ναυτικού» [1896], την «Ιστορία του Υπέρ της Ανεξαρτησίας των Ελλήνων Αγώνος» [1894] και την «Μάχη του Άστιγγξ». Το βιβλίο αυτό γράφτηκε το 1915.

Τετάρτη 16 Ιανουαρίου 2008

Ιστορία

Οι επιπτώσεις της Γαλλικής επανάστασης στην Ελλαδικό χώρο[1]

…στα τέλη του 19ου αιώνα είχε αναπτυχθεί μια ισχυρή αστική τάξη, κυρίως στην διασπορά, ανοιχτή στις νέες ιδέες. Στις τάξεις της περιελάμβανε έναν σημαντικό αριθμό διανοουμένων, θερμών οπαδών των ιδεών του διαφωτισμού. Συγκεκριμένα, το Βουκουρέστι είχε καταστεί εστία Ελλήνων διανοουμένων επηρεασμένων από το γαλλικό πολιτισμό, όπως άλλωστε και η Βιέννη υπήρξε ο τόπος έκδοσης του ελληνικού περιοδικού «Λόγιος Ερμής», που διοχέτευε τις ιδέες του Διαφωτισμού και το Παρίσι ο τόπος συγκέντρωσης μιας ομάδας νεωτεριστών λογίων γύρω από τον Αδαμάντιο Κοραή.

Μέσα σε αυτό το κλίμα γίνεται εύκολα αντιληπτό ότι η αναγγελία της γαλλικής επανάστασης έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τους Έλληνες. Ο Κοραής, που ήταν στην γαλλική πρωτεύουσα, αυτόπτης μάρτυς των γεγονότων, εκφραζόταν με θαυμασμό για τις εξελίξεις στην Γαλλία. Άλλωστε με την μεταλαμπάδευση των ιδεωδών της γαλλικής επανάστασης στον χώρο και τις πολύ ιδιαίτερες συνθήκες της Οθωμανικής δεσποτείας, οι Έλληνες διείδαν στις διακηρύξεις περί ελευθερίας τον προάγγελο της δικής τους εθνικής ελευθερίας.

Σε πρακτικό επίπεδο, η πορεία των γαλλικών στρατευμάτων στην Ιταλία, σε μικρή σχετικά απόσταση από τον κατεχόμενο Ελλαδικό χώρο, γέμισε τους Έλληνες με ελπίδα. … ακόμα και ο Ρήγας, από το Βουκουρέστι, είχε επιχειρήσει, ανεπιτυχώς, να έρθει σε άμεση επαφή με τον Βοναπάρτη. Ο τελευταίος είχε δείξει την ίδια εποχή μεγάλο ενδιαφέρον για την τύχη της οθωμανικής αυτοκρατορίας, η οποία βρισκόταν επάνω στον δρόμο της θελκτικής για τους Γάλλους βρεταννικής κτήσης των Δυτικών Ινδιών. «Άδικα», έγραφε από την Ιταλία το 1797 προς το Διευθυντήριο, «θα θέλαμε να υποστηρίξουμε την υπόθεση της Τουρκίας. Θα ιδούμε την πτώση της στις ημέρες μας». Την ίδια εποχή διατηρούσε αλληλογραφία με τον μπέη της Μάνης, χαρακτηρίζοντας τους Μανιάτες[2] «άξιους απογόνους της Σπάρτης, τον μόνο λαό της αρχαίας Ελλάδας που κατόρθωσε να διατηρήσει την ανεξαρτησία του». Αυτά έγραφε στους Μανιάτες ο ένδοξος Γάλλος στρατηγός, ο «ελευθερωτής των λαών».

Ο Βοναπάρτης, αρχικά, εκδήλωσε τις βλέψεις του για τα Ιόνια νησία, πού τότε βρίσκονταν, ακόμα, υπό ενετική κυριαρχία, «φυσικούς σταθμούς», κατά την έκφρασή του, «στον δρόμο της Ανατολής». Στην ίδια επιστολή προς το Διευθυντήριο σημείωνε : «Τα νησιά της Κέρκυρας, της Ζακύνθου και της Κεφαλονιάς είναι περισσότερο ενδιαφέροντα για μας από όλη μαζί την Ιταλία». Θα επιφορτίσει λοιπόν τον στρατηγό Ζεντιλί να καταλάβει τα νησιά αυτά και να κάνει «κάθε δυνατό για να προσελκύσει τον λαό». Και θα του προσθέσει, με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο : «Δεν θα παραλείψετε στις διάφορες διακηρύξεις σας να μιλάτε για την Ελλάδα, την Αθήνα και την Σπάρτη». Είναι αυτονόητο ότι ο στρατηγός Ζεντιλί έγινε δεκτός με ενθουσιασμό από τον ελληνικό πληθυσμό. Όλα έδειχναν λοιπόν ότι η απελευθέρωση της Ελλάδας άρχιζε ήδη από τα Ιόνια νησιά.

Στην πραγματικότητα, τίποτε δεν θα γίνει. Η απελευθέρωση της Ελλάδας δεν ήταν, ως φαίνεται, στις προθέσεις του Βοναπάρτη. Ούτως ή άλλως τα γεγονότα πήραν διαφορετική τροπή. Οι Ρώσοι και οι Τούρκοι, συμπράττοντας στιγμιαία, θα καταλάβουν τα Ιόνια νησιά το 1798-9, για να σχηματίσουν το επόμενο έτος [1800] την «Δημοκρατία των επτανήσων» υπό την προστασία της Ρωσίας και της Τουρκίας. Τα επτάνησα θα αποδοθούν πάντως και πάλι στους Γάλλους το 1807 με βάση τη συνθήκη του Τίλσιτ, για να καταληφθούν όμως από τους Άγγλους [εκτός από την Κέρκυρα] το 1809.

…οι Έλληνες θα απογοητευθούν από τα γεγονότα, αλλά οι ελπίδες τους θα αναπτερωθούν καθώς διαρρέουν τα σχέδια για την διανομή της οθωμανικής αυτοκρατορίας μεταξύ του Ναπολέοντα και του Ρώσου τσάρου αμέσως μετά το Τίλσιτ, διανομή που, οποιαδήποτε μορφή κι αν είχε, θα απήλλασσε οριστικά την Ελλάδα από την οθωμανική κυριαρχία.

Τελικά τα σχέδια αυτά ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκαν, η οθωμανική αυτοκρατορία παρέμεινε στην θέση της και οι Έλληνες δεν έμελλε να απελευθερωθούν επί Ναπολέοντα. Εντούτοις, οι αναστατώσεις που γνώρισε ο κόσμος αυτήν την εποχή θα καλλιεργήσουν την πεποίθηση πως τίποτε δεν παραμένει αμετάβλητο και πως η οθωμανική κυριαρχία μπορεί να εκριζωθεί. … οι ιδέες της γαλλικής επανάστασης είχαν διεισδύσει τόσο, ώστε η επανάσταση του 1821, μολονότι εθνική ως προς τους στόχους της, να διαποτιστεί από το φιλελεύθερο πνεύμα των ιδεών που ευαγγελίζονταν οι Γάλλοι επαναστάτες. … όταν οι Έλληνες επιχείρησαν για πρώτη φορά μετά την επανάσταση να εγκαθιδρύσουν στα επαναστατημένα εδάφη κεντρικό σύστημα διακυβέρνησης, συγκάλεσαν συντακτική συνέλευση και ψήφισαν σύνταγμα, το οποίο προέβλεπε αφενός την διάκριση των εξουσιών και αφετέρου την λαϊκή αντιπροσώπευση. Και αυτό την εποχή της Παλινόρθωσης, σε μια κατ’ εξοχήν αντεπαναστατική περίοδο, κατά την οποία κάθε πολιτική δομή στηριγμένη στην λαϊκή θέληση θα δημιουργούσε τις χείριστες των εντυπώσεων στις συντηρητικές δυνάμεις και θα επέτρεπε στους αντιδραστικούς κύκλους να εξομοιώνουν την ελληνική επανάσταση με τα φιλελεύθερα πολιτικά επαναστατικά κινήματα που είχαν παράλληλα ξεσπάσει στην Ιταλία και την Ισπανία. Οι Έλληνες … διαμαρτύρονταν με σθένος και επέμεναν στον εθνικό χαρακτήρα του εγχειρήματός τους. Παρέμενε όμως το γεγονός πως το πολιτικό σύστημα στο οποίο προσβλέπαν πρόδιδε τις φιλελεύθερες επιρροές τους.

Η πτώση του Ναπολέοντα θα θέσει τέρμα στην περιπέτεια που, με αφετηρία την γαλλική επανάσταση, συγκλόνισε και αναστάτωσε την Ευρώπη στο σύνολό της. Παρά την μοναρχική παλινόρθωση τίποτε δεν ήταν πλέον όπως πριν. Οι μεταμορφώσεις που είχαν υποστεί η Γαλλία και η υπόλοιπη Ευρώπη δεν θα μπορούσαν παρά ν’ αφήσουν ανεξίτηλα τα ίχνη τους.


[1] Από το βιβλίο «τρεις μελέτες για την Γαλλική Επανάσταση» του Ιωάννη Δημάκη, εκδόσεις Καρδαμίτσα, Αθήνα 1993.
[2] Πολλοί κάτοικοι της δυσπρόσιτης Μάνης, πιεζόμενοι από την οθωμανική πλημμυρίδα, είχαν στο παρελθόν μεταναστεύσει στην Κορσική, τόπο καταγωγής του ίδιου του Ναπολέοντα. Εξ’ ου και η φήμη περί της Ελληνικής καταγωγής του Βοναπάρτη, φήμη που πρωτοδιαδόθηκε την εποχή εκείνη της ακμής του Ναπολεόντειου επεκτατισμού.

Τρίτη 15 Ιανουαρίου 2008

Οικογενειακό Δίκαιο

Στους Βυζαντινούς χρόνους το διαζύγιο δεν ήταν υπόθεση των ανδρών, όπως εσφαλμένα πιστεύεται. Οι γυναίκες, όπως αποδεικνύεται και από τα αποσπάσματα που ακολουθούν, από σχετική εργασία του ομότιμου Καθηγητή της Νομικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Σπύρου Τρωιάνου, είχαν την δυνατότητα και αυτές να διεκδικήσουν την ελευθερία τους, ακόμα και αν η λύση του γάμου δεν προβλεπόταν ρητώς από τον νόμο.

Ι.Λ.

Περί διαζυγίου[1]

… σε μία από τις υποθέσεις…ισχυρίστηκε η αιτούσα ότι ο άνδρας της στα δέκα χρόνια και πλέον που ήταν παντρεμένοι αραιά και πότε εμφανιζόταν για να κάνει τη φιγούρα του στην Ναύπακτο και ακόμη για να την αφήσει έγκυο, χωρίς ποτέ να νοιαστεί για την συντήρησή της. Περιγράφοντας με πολλή παραστατικότητα ο Απόκαυκος[2] αυτήν την ιδιόρυθμη κατάσταση, παρατηρεί «ως εντεύθεν την ευδοκίαν κατά τούτους τους λόγους και χήραν είναι και ύπανδρον». Στα τελευταία όμως πέντε χρόνια ο σύζυγος εξαφανίστηκε τελείως και η γυναίκα για την οποία ο Απόκαυκος δεν παραλείπει να σημειώσει ότι ήταν νέα και χαριτωμένη και «των σαρκικών πολέμων εντός», δήλωσε «άνδρα εθέλειν και της εξ αυτού προνοίας επιθυμείν». Για την αλήθεια των ισχυρισμών της αιτούσας δεν υπήρχε αμφιβολία, όπως αναγράφεται στην απόφαση, «λόγος διαρρέει περί τούτων κοινός και τα λαληθέντα πάντες επίστανται».

Προκειμένου όμως να λύσει αυτό το γάμο ήλθε ο μητροπολίτης σε δύσκολή θέση, γιατί η κακόβουλη εγκατάλειψη δεν συνιστούσε λόγο διαζυγίου ούτε στο πολιτειακό ούτε στο κανονικό δίκαιο. Σε περίπτωση μακράς απουσίας του ενός συζύγου χωρίς ειδήσεις του δεν ήταν ο άλλος ελεύθερος να συνάψει νέο γάμο, παρά αφού πειθόταν για τον θάνατο του απόντος. Μόνον επί απουσίας λόγω αιχμαλωσίας εδημιοπυργείτο τεκμήριο, αν είχε παρέλθει πενταετία. Εδά ο Απόκαυκος θαρραλέα ξεπέρασε το δίλημμα και παρόλο ότι αναγνώρισε πως η Εκκλησία δύσκολα παρέχει άδεια για δεύτερο γάμο στην αιτούσα το διαζύγιο, σταθμίζοντας τα πράγματα και κρίνοντας ότι η συναπτή αποδημία του συζύγου για πέντε χρόνια είναι αρκετή, αποβλέποντας δε και στο να σθγκρατηθεί η γυναίκα από μελλοντικά παραπτώματα ηθικής μορφής, που τα θεώρησε βέβαια ύστερα από τις παραπάνω ανεπιφύλακτες δηλώσεις της[3], προχώρησε στη λύση του γάμου και στην χορήγηση της αιτούμενης άδειας για σύναψη δεύτερου.

… εμφανίστηκε στο εκκλησιαστικό δικαστήριο ένας ιερέας και ανέφερε ότι πριν από τριάμισι χρόνια πάντρεψε την κόρη του με ένα νέο που του φάνηκε καλός. Ο γαμπρός όμως αποδείχθηκε φυγόπονος και κατεργάρης, «την κλεπτικήν δε μάλιστα εξασκήσας, ουδένα των οις υπηρέτει κατέλιπεν αζημίωτον». Ζητούσε δε ο παπάς τη λύση του γάμου της θυγατέρας του και την άδεια να την παντρέψει με άλλον. Εδώ … ο μητροπολίτης προβληματίστηκε σοβαρά. Ο νόμος, είπε στον αιτούντα, επιτρέπει τη λύση του γάμου μετά από τρία χρόνια συμβίωσης, αν διαπιστωθεί ανικανότητα του συζύγου για συνάφεια, «επί δε του παρόντος νόμος ου κείται απ’ αλλήλων χωρίζων της γυναικός τον ή διά χαυνότητα λογισμού ή δι’ ήθους παρατροπήν της συνοίκου αποχωρήσαντα». Έτσι για να τηρήσει το νόμο, αλλά προσπαθώντας συνάμα να περισώσει και το γάμο, αποφάσισε να κληθεί ο γαμπρός του παπά από τον επιχώριο επίσκοπο να γυρίσει στην γυναίκα του και να φροντίζει τίμια για την διατροφή της οικογένειάς του καλλιεργώντας τη γη. Αν δε υποτροπιάσει και αρχίσει την παλιά του τακτική, τότε έχει την άδεια ο παπάς να αναζητήσει άλλον άνδρα για την κόρη του. Το ίδιο μπορεί να κάνει και αν ο γαμπρός δεν εμφανιστεί «και το όλον άφαντος γένηται».

Η απόφαση αυτή υπαγορεύτηκε πιθανόν όχι μόνον από λόγους επιεικείας και κατανόησης προς τη γυναίκα και τα βιολογικά της προβλήματα, που η εγκατάλειψη της δημιουργούσε (με συναφή κίνδυνο να συνάψει έναν παράνομο δεσμό, διαπράττοντας μοιχεία), αλλά και κάτω από την πίεση παραγόντων οικονομικών, γιατί είναι ολοφάνερο ότι η επιλογή του γαμπρού από τον ιερέα πεθερό έγινε όχι μόνο για τα διάφορα πνευματικά και ψυχικά του χαρίσματα, αλλά, κυρίως, για να βοηθάει στις αγροτικές δουλειές, όπως προκύπτει από την υπερβολικά έντονη προβολή στην απόφαση αυτού του «μελανού» σημείου της συμπεριφοράς του : «αφείς γαρ βίον ζην τον αγρότην και περί γην κυπτάζειν και αύλακα και άροτρό ντε και υνίν μεταχειρίζεσθαι και πονείν περί α και ο πενθερός και όσοι τούτω οικογενείς, ο δε αλλά, θέμενος παρά φαύλον την μετά πόνου ζωήν και το ‘εν ιδρώτι του προσώπου άρτον εσθίειν’, τα μέχρις ημών καταβάντα ταύτα της προπατορικής αράς επιτίμια, βίον άλλον και άλλην δίαιταν ηρετίσατο». Επομένως η μείωση των εργατικών χεριών μέσα στην οικογένεια προξενούσε ανυπέρβλητα προβλήματα, που ο μητροπολίτης δεν μπορούσε να παραβλέψει.
___________________


[1] Σπύρου Τρωιάνου, «Οι λόγοι διαζυγίου στο νομολογιακό έργο του Ιωάννου Απόκαυκου», Κέντρο Βυζαντινών Ερευνών Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης.
[2] Ο Ιωάννης Απόκαυκος γεννήθηκε στη Ναύπακτο, μάλλον περί το 1155. Ύστερα από πολύ καλές εγκύκλιες σπουδές στην Κωνσταντινούπολή, εντάχθηκε, γύρω στο 1187 στο προσωπικό της πατριαρχικής γραμματείας, όπου υπηρέτησε υπό τους πατριάρχες Νικήτα Β΄Μουντάνη μέχρι και Ιωάννη Ι΄Καματηρό έως χειροτονία του σε επίσκοπο και την ανάδειξή του σε μητροπολίτη της Ναυπάκτου, γύρω στο 1200. Αυτήν την ιδιότητα διατήρησε μέχρι το 1232. Παραιτήθηκε μετά την ήττα του Θεοδώρου Αγγέλου στην Κλοκοτινίτσα. Δεν γνωρίζουμε τον ακριβή χρόνο του θανάτου του (ίσως το έτος 1233).
[3] «εντεύθεν πάντως ανασειράζουσα [ενν. η Εκκλησία] το της γυναικός δυσκάθετον εις παράπτωσιν και την περί τούτου ταύτης αναφανδά διαγόρευσιν κωλύουσα και συστέλλουσα».

Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2008

Πολιτική

1936 – Το τέλος της δημοκρατίας

Τον Απρίλιο του 1936[1] η Βουλή των Ελλήνων με το εντυπωσιακό 241 υπέρ, 16 κατά και 4 αποχές παρέχει ψήφο εμπιστοσύνης στον Ιωάννη Μεταξά, άνδρα που από παλιά δεν έκρυβε τις αντικοινοβουλευτικές θέσεις του. Στις 30 Απριλίου 1936 υιοθετεί το Γ΄ ψήφισμα «περί νομοθετικής εξουσιοδοτήσεως» σύμφωνα με το οποίο :

(α) Η Βουλή διέκοπτε τις εργασίες της ως τις 30 Σεπτεμβρίου 1936 και
(β) Παρεχόταν εξουσιοδότηση στην εκτελεστική εξουσία να εκδίδει νομοθετικά διατάγματα με ισχύ νόμου σε όλα τα θέματα, με σύμφωνη γνώμη μιας 40μελούς κοινοβουλευτικής επιτροπής που δεν έμελλε να λειτουργήσει.

Στις 4 Αυγούστου 1936, ο βασιλιάς εξέδωσε με πρόταση της κυβέρνησης Μεταξά δύο βασιλικά διατάγματα : με το πρώτο ανέστειλλε την ισχύ των σημαντικότερων συνταγματικών εγγυήσεων των ατομικών ελευθεριών. Με το δεύτερο διέλυε την Γ΄ αναθεωρητική Βουλή. Τα δύο διατάγματα προσυπέγραφαν ο πρωθυπουργός και όλα τα μέλη της κυβέρνησης, εκτός από τρεις υπουργούς[2], που παραιτήθηκαν για να μην υπογράψουν την ληξιαρχική πράξη του θανάτου της δημοκρατίας.

Για μεν τον βασιλιά, που η μακρόχρονη παραμονή του στην Αγγλία και οι σχέσεις του με το βρεττανικό στέμμα είχαν συντείνει, κατά τον κυριότερο βιογράφο του Π. Πιπινέλη, «η αγάπη του προς την χώρα εκείνην (…) να γίνη εις το τέλος εν από τα σοβαρότερα συστατικά του χαρακτήρος του», η δικτατορία ήταν κατ’ αρχήν μια αναγκαία παρένθεση, για την σταθεροποίηση του θρόνου και την επίλυση των προβλημάτων της χώρας σύμφωνα με την βασιλική αντίληψη των συμφερόντων του τόπου.

Αντίθετα, για τον Ι. Μεταξά, ο φιλογερμανικός προσανατολισμός, του οποίου είχε αποτελέσει σταθερό χαρακτηριστικό τόσο της στρατιωτικής, όσο και της πολιτικής του σταδιοδρομίας, η δικτατορία αποτελούσε το καταλληλότερο πολιτικό καθεστώς για την Ελλάδα του μεσοπολέμου. «(…) ημάς τους Έλληνας», έγραφε ήδη από το 1934 στην Καθημερινή, «το πρόβλημα δεν είναι πώς θα μείνωμεν εις τον κοινοβουλευτισμόν, αλλά διά ποίας θύρας θα εξέλθωμεν εξ αυτού. Διά της θύρας του κομμουνισμού ή διά της θύρας του εθνικού κράτους». Αυτοσκοπός και όχι μέσο για την επίτευξη κάποιου άλλου στόχου, η δικτατορία αποτελούσε για τον Μεταξά την αναγκαία προϋπόθεση για την θεμελίωση μιας πειθαρχημένης αυταρχικής κοινωνίας, πάνω στο πρότυπο των δικτατορικών καθεστώτων που είχαν επιβληθεί τότε στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.

Οι διαφορετικές επιδιώξεις των δύο πρωταιτίων της εκτροπής, που εξέφραζαν στην κορυφή της κρατικής ιεραρχίας την αντιπαράθεση ανάμεσα στην φιλοβρεττανική και την φιλογερμανική μερίδα κυρίαρχων τάξεων, έμελλαν να σημαδέψουν τα έργα και τις ημέρες της δικτατορίας και να προσδώσουν στον τρόπο με τον οποίο ασκήθηκε η εξουσία τον χαρακτηριστικό εκείνο εμπειρισμό …

Όσο για τα διατάγματα της 4ης Αυγούστου, εξέφραζαν τον συμβιβασμό στον οποίο βασιλιάς και δικτάτορας – πρωθυπουργός, είχαν καταλήξει, που ήταν η προσωρινή κατάργηση του κοινοβουλευτισμού, με κάποια προσχήματα νομιμότητας που έπρεπε να τηρηθούν, προκειμένου να δοθεί η εντύπωση ότι η επάνοδος στην ομαλότητα δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί στο μέλλον. Από την άποψη αυτή, ο υπαινιγμός του Μεταξά για προσεχείς εκλογές – στην εισηγητική έκθεσή του προς τον βασιλιά για το δεύτερο διάταγμα της 4ης Αυγούστου – που θα μπορούσαν ενδεχομένως να διεξαχθούν «όταν η οριστική κατασφάλισις του κοινωνικού ημών καθεστώτος θα επιτρέψη την άρσιν του προς το σκοπόν τούτον επιβληθέντος Στρατιωτικού Νόμου», δεν ήταν τυχαία.
________________________


[1] Όλα τα κόμματα, με εξαίρεση το ΚΚΕ έσπευσαν να επικροτήσουν, εκ των υστέρων, την ερήμην τους προώθηση του Ιωάννη Μεταξά από τον βασιλιά στο υπουργείο Στρατιωτικών (5 Μαρτίου 1936), στην αντιπροεδρία της κυβέρνησης (14 Μαρτίου 1936) και τέλος στην πρωθυπουργία, μετά τον θάνατο του Κ. Δεμερτζή (13 Απριλίου 1936).
[2] Μαντζαβίνος, Ελευθεριάδης και Βαλαωρίτης.