Παρασκευή 14 Δεκεμβρίου 2007

Λογοτεχνία

Οι Φάροι[1]

Ο πρώτος φάρος χτίσθηκε στη Σίγη της Μικράς Ασίας, … , 800 χρόνια π.Χ. Ο δεύτερος χτίστηκε 300 χρόνια π.Χ., βασιλεύοντας στην Αίγυπτο ο Πτολεμαίος ο Φιλάδελφος και χτίσθηκε απάνω σ’ ένα χαμηλό νησί απ’ έξω από το λιμάνι της Αλεξάνδρειας, που το λέγανε Φάρο, απ’ όπου και πήρανε τ’ όνομα αυτά τα χτίρια. Τρίτος είναι της Ρόδου, που τον βαστούσε ο Κολοσσός κι έγινε κατά τα 280 π.Χ. Κατόπι γίνηκε ο φάρος ο λεγόμενος Τιμαίος, στο μπάσιμο του Βοσπόρου κι ύστερα χτισθήκανε κάποιοι άλλοι στο μπουγάζι της Μεσσίνας, στο Κάπρι, στην Όστια και στην Κορούνα της Σπάνιας στη Μπολόνια και στο Ντόβερ, όλοι χτισμένοι στα ρωμαϊκά χρόνια.

… Ένας από τους πιο άγριους φάρους βρίσκεται στην Αγγλία, ανοιχτά από το Πλύμουθ, ο φημισμένος Έντυστον, που είναι κι ο πιο αρχαίος απ’ όσους γινήκανε στις δυτικές θάλασσες απάνω σ’ έναν βράχο, χωρίς να έχει λίγη στερηά γύρω του. Γιατί οι πιο παληοί φάροι ήτανε χτισμένοι απάνω σε στερηές ή σε νησιά απλόχωρα.

Ο φάρος του Έντυστον χτίσθηκε στα 1696, κι είναι, όπως είπαμε, ο πρώτος φάρος που θεμελιώθηκε απάνω σε μια ξέρα στενή κι απόγκρεμνη, που βγαίνει γυμνή μέσα από τα νερά κι είναι σαν ένας πύργος θεμελιωμένος απάνω στην άβυσσο. Αυτή η ξέρα βρίσκεται στην ανοιχτή θάλασσα, οχτώ μίλια από τους κάβους που αποσκεπάζουνε τον κόρφο του Πλύμουθ. Ήτανε μια ξέρα φοβερή, η τρομάρα των θαλασσινών, ο χάρος των καραβιών. Η θάλασσα έβραζε γύρω της μέρα-νύχτα και τα θεόρατα κύματα που σκάζανε απάνω της, σφεντονιζόντανε σ’ ένα ύψος περισσότερο από τριάντα μέτρα, όπως γίνεται και τώρα, που χυμίζουνε απάνω στον φάρο μ’ έναν βρόντο που είναι ίδιος με τ’ αστροπελέκι. Αμέτρητα καράβια είχανε στακιστεί απάνω σ’ αυτήν την καταραμένη ξέρα, λες και την είχε βάλει ο δαίμονας σε κείνο το μέρος, για να καταπίνει ψυχές. Για τούτο αποφασίσθηκε να χτισθεί πάνω σε κείνη την καταχθόνια πέτρα που έβγαζε το μαύρο κεφάλι της απάνω από τα κύματα και πάλι το έχωνε μέσα, να χτισθεί ένας ακατάλυτος πύργος, ένας φάρος. Η ξέρα ξενέριζε μόνο λίγο απάνω από τη θάλασσα, τόσο, που τις ώρες που πλημμάρανε τα νερά, δεν φαινότανε σχεδόν καθόλου. Πώς να χτισθεί εκεί απάνω ένα χτίριο που να είναι ατράνταχτο ; Με πολλά βάσανα χτίσθηκε από ένα πεισματάρη μηχανικόν ένα χτίριο παράξενο, με πέτρες, με σίδερα και ξύλα, που είχε απ’ έξω κάποιες γερές γαλαρίες κι ήτανε πλουμισμένο με στολίδια και με ανάγλυφα.

Σαν τελείωσε, τους φαροφύλακες τους έπιασε φόβος και τρόμος από τις θάλασσες που κοντεύανε να καταπιούνε τον φάρο κι ο μηχανικός, για να τους δώσει κουράγιο, αποφάσισε να κοιμηθεί μέσα στον πύργο, που είχε φτιάξει. Μάλιστα, τόσο σίγουρος ήτανε για την αντοχή του, που είπε πως παρακάλεσε τον Θεό να στείλει καταπάνω του το πιο δυνατό μπουρίνι τις μέρες που θα βρισκότανε ο ίδιος απάνω στον φάρο. Κι ο Θεός τον άκουσε. Ήτανε Νοέμβριος του 1703. Μια νύχτα σηκώθηκε ένας φουρτουνιασμένος γαρμπής[2] χαλασμός της οικουμένης. Σαν ξημέρωσε την άλλη μέρα, είχε χαθεί ολότελα ο φάρος του Έντυστον. Απ’ όλο το χτίριο σώθηκε μοναχά μια αλυσσίδα, καρφωμένη στον βράχο.

Μετά έναν χρόνο, αρχίσανε να ξαναχτίζουνε τον καινούριον φάρο. Χτίζανε από τα 1704 ως τα 1706. Το καινούριο χτίριο ήτανε πιο σκέτο, για να μην δίνει στήθος στον αγέρα κι είχε γίνει με πέτρες και με σιδηρόξυλα. Μα κι αυτό δεν βάσταξε πολύ. Πήρε φωτιά και κάηκε. Οι δυστυχισμένοι οι φαροφύλακες βρεθήκανε ανάμεσα στη φωτιά και στο νερό και καταφύγανε απάνω στον γλυστερόν βράχο. Μα κι εκεί τους κυνήγησε η κακή τύχη τους, γιατί με τη φωτιά έλυωσε το μολύβι από τη σκεπή του φάρου και τους περίχυσε από πάνω.
_________________________

[1] Φώτιος Κόντογλου, «Θάλασσες, Καϊκια και Καραβοκύρηδες», βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1981
[2] Ν.Δ. άνεμος