Δευτέρα 17 Δεκεμβρίου 2007

Η περί θρησκείας μάχη


«Η Πόλη χωρίς την Αγιά-Σοφιά δεν έχει νόημα και η ιστορία του Σουλίου είναι ατελείωτη χωρίς τον Σαμουήλ»[1]

Οι γραμματισμένοι της εποχής, με πολλούς από τους οποίους αλληλογραφεί η Πηνελόπη Δέλτα, βλέπουν αδιάφορα ή περιφρονητικά την θρησκεία.

Ο Αλ. Πάλλης, ευρισκόμενος στην Αγγλία, εδημοσίευσε στις 3 Ιουνίου 1909 στην Μόρνινγκ Ποστ [Morning Post] μιαν επιστολή για τα πολιτικά πράγματα στην Τουρκία και κατηγορεί τον κλήρο και το Πατριαρχείο. «Τώρα όλοι ξέρουνε καλά πως ο δικός μας κλήρος – και ομιλώ ως ρωμιός – στρατολογιέται από πολύ χαμηλά κοινωνικά στρώματα και πως, αν βγάλει κανείς λίγες έντιμες εξαιρέσεις, κατατάσσονται σ’ αυτόν οι καλόγεροι όχι από θρησκευτικό ζήλο παρά με σκοπό να θησαυρίσουνε. Και η θέση η ξεχωριστή που κρατάνε, τους δίνει τη δύναμη να κατά φέρνουνε τους εγωιστικούς σκοπούς τους … κι ακριβώς επειδή ξέρουνε πως τα προνόμια και τα ρουσφέτια αυτά κιντυνεύουνε δα αριστοτεχνικά … Μα δε θα μας φταίει κανείς παρά η δική μας κουταμάρα του να δώσουμε το δικαίωμα σε τέτοιους ανάξιους εγωιστάδες ανθρώπους, σαν τους δικούς μας τους καλογέρους, να διευθύνουνε την πολιτική μας[2]».

Η Δέλτα τότε προσωπικά πειραγμένη του στέλνει ένα γράμμα όπου ανάγλυφο σκιαγραφείται το πιστεύω της. Δεν ξέρω τίποτε απ’ όλα αυτά τα πράγματα και δεν έχω γνώμη να δώσω. Τον κάθε δεσπότη χωριστά θα τον ήθελα να τον κάψω, αν τους είχα στην εξουσία μου. Μα το Πατριαρχείο, ως θεσμό [institution], πρέπει, νομίζω, να υπάρχει και να μας αντιπροσωπεύει στην Τουρκία. Μόνο αυτό μπορεί να μείνει μια δύναμη έχοντάς μας ενωμένους. Το να γκρεμίζομε μια δύναμη, όσο κακή, ψυχρή και ελεεινή και αν είναι, δεν εκάναμε τίποτε ενόσω δεν έχομε τίποτε να βάλομε στην θέση του. Πρακτικώτερο και ωφελιμότερο θα ήταν, ίσως, να καταγίνομε σοβαρά και με πείσμα να βγάλομε από το καθεστώς, σιωπηλά και μοναχοί μας όλα τα σάπια κομμάτια, ως που να γίνει λίγο – λίγο … Θα πείτε πως είναι όνειρα αυτά και πως το σώμα ολόκληρο είναι σάπιο, μα σαν γκρεμίσει τί θα μας μείνει ; Η δουλειά είναι δύσκολη και θέλει καιρό και θέληση και δύναμη και πείσμα, το ξέρω, όλα προτερήματα που μας λείπουν[3]».

Όμως ο Πάλλης έχει άλλα σχέδια. Σκέπτεται να εκδώσει στ’ αγγλικά ένα βιβλίο όπου στιγματίζονται όλες οι αθλιότητες του ελληνικού κλήρου. Η Δέλτα στην συγγραφή ενός τέτοιου βιβλίου δεν βλέπει παρά ένα όπλο φονικό στα χέρια των ξένων, για να το χρησιμοποιήσουν στην κατάλληλη ώρα εναντίον της Ελλάδος. Όταν ο Πάλλης στην απάντησή του επιμένει στην έκδοση, η Δέλτα θα του γράψει με πολύ πίκρα: «Ως προς το καλό που νομίζετε πως θα κάνετε, ξεντροπιάζοντας τον κλήρο, τί θέλετε να τον μέλει τον δεσπότη στην Μακεδονία ή την Θράκη ή στην Μικρά Ασία, ή στα νησιά μας, αν στην Αγγλία τυπώθηκε ένα υβριστικό βιβλίο γραμμένο αγγλικά ; Αυτός δεν θα διαβάσει τις αλήθειες που θα πείτε, ούτε κανένας άλλος του τόπου του που μπορούσε να επηρεαστεί και θ’ ακούσει μόνο [αν τα’ ακούσει και ποτέ], πως στην Αγγλία βρίσκονται Έλληνες που τόσο αποξενώθηκαν από τον τόπο τους. Νομίζω πως αν θέλετε να διορθώσετε τίποτε στην Ελλάδα, πρέπει στο μυαλό και στην καρδιά του Έλληνα ν’ αποτανθείτε, όχι σπάνοντας εκείνο που πρέπει με κάθε τρόπο να καλλιεργούμε και ν’ αναπτύσσομε, δηλαδή την φιλοτιμία και την αξιοπρέπειά μας. Δεν συμφωνείτε. Το ξέρω. Σεις θέλετε με τον μπαλτά να χτυπάτε και ως ένα βαθμό συμφωνώ μαζί σας. Μα τον μπαλτά τον θέλω εγώ να οπλίζει ελληνικό χέρι, που πονεί εκείνο που χτυπά, όχι ξένο, όχι αγγλικό, που δεν ενδιαφέρεται για το κακό που μπορεί να κάμει κάθε χτύπημα και που θα μας χτυπήσει στην καρδιά, την ώρα που τους συμφέρει. Με πολλή και βαθειά λύπη».

… Η περίπτωση του Πάλλη δεν ήταν η μοναδική. Στο ίδιο κλίμα αλλά με ακραίες, ιδιόμορφες και αρνητικές θέσεις για την χριστιανική θρησκεία κινείται και ο Π. Βλαστός – γαμπρός του Πάλλη – όπως φαίνεται στην αλληλογραφία του προς την Π. Δέλτα, όταν εξεδόθη «Η Ζωή του Χριστού». «Θα πω αφτό μονάχα – πως η χριστιανική θρησκεία [και καθώς το ξέρετε αφτή δεν είναι η θρησκεία του Χριστού που ίσως είτανε πιο μεγάλος άνθρωπος παρά όσο μας τονε δείχνουν τα Βαγγέλια και ο απόστολος Πάβλος] δεν είναι θρησκεία που μου αρέσει. Νομίζω πως έκανε περισσότερο κακό παρά καλό και πως γι’ αυτό δεν αξίζει να την βοηθάει κανείς».[4] Ενοχλείται δε ο Βλαστός αφάνταστα από πνευματικές προσπάθειες που στοχεύουν να μορφώσουν πνευματικά τον λαό.

Γράφει στην Π. Δέλτα, όταν εκείνη του εξηγεί τα κίνητρα που την ώθησαν στην συγγραφή της «Ζωής του Χριστού». «μα τότε η δουλειά σας είναι για το χαμηλό κοινό, για το πλήθος που παραδέρνει. Μα τί το όφελος να δυναμώνεις και να πληθαίνεις το πλήθος ; το πλήθος είναι αλήθεια η καταστροφή του πολιτισμού». Απορεί ο Βλαστός πώς η Δέλτα, μια αρχόντισσα, μια μορφωμένη και ταλαντούχος συγγραφέας καταδέχτηκε να ασχοληθεί με θρησκευτικά θέματα, κατώτερα – κατά την γνώμη του – της νοημοσύνης και της τάξεώς της. Βρισκόμαστε στο πρώτο τέταρτο του εικοστού αιώνα, όταν οι γραμματισμένοι στην πλειονότητά τους εκαυχώντο για την αθεΐα τους, την δε θρησκευτικότητα την έβλεπαν να ταιριάζει στον αμόρφωτο λαό. Ο εισαγόμενος νιτσεϊσμός δημιουργούσε επικίνδυνους φιλοσοφικούς και ηθικούς προσανατολισμούς.[5]

Τα σημάδια πλήθαιναν. Έντονα είχε ανησυχήσει η Π. Δέλτα και από τις ιδέες που διατυπώθηκαν σε μια εφημερίδα δημοτικιστών στην Κωνσταντινούπολη, τον «Λαό», που εξέδιδε ο Φ. Φωτιάδης με κύρια χρηματοδότηση του Πάλλη και με πνευματικό καθοδηγητή τον Ψυχάρη. Η Δέλτα ενίσχυσε στην αρχή την προσπάθεια οικονομικά και έστειλε και λογοτεχνική συνεργασία. Από τα πρώτα όμως φύλλα της εφημερίδας προβληματίζεται για τις αντιθρησκευτικές αιχμές κάποιων άρθρων. «και αφού τυχαίνει περίσταση, θα σας πω κι ένα άλλο. Δεν νομίζετε καλό να αφήνει κανείς ήσυχη την θρησκεία ; Ένα άρθρο γράφηκε σ’ ένα από τα τρία-τέσσερα πρώτα φύλλα που νομίζω «αδέξια» [maladroit], για να μην πω τίποτε άλλο. Δεν θυμούμαι πώς επιγράφουνταν μα ήταν κάτι λόγια ενός απίστου. Η έννοια του ήταν πως «ο Χριστός δεν γυρεύει αίμα κοπαδιών ζώων, ζητεί το αίμα τη καρδιάς της ανθρωπότητος». Είμεθα ελεύθεροι να έχουμε τις ιδέες μας, ο καθένας μας πιστεύει ό, τι μπορεί, κατά την συνείδησή του, αλλά δεν νομίζω καλό να τις επιβάλλομε στους άλλους. Νομίζω κακό να γυρεύομε να κλονίσουμε την πίστη που έχει ακόμα ο απλός άνθρωπος στην θρησκεία του. Δεν το νομίζετε και σεις ;[6]»

Την έντονη ανησυχία της και τον προβληματισμό της είχε εκφράσει η Δέλτα και όταν διάβασε στον «Λαό» την εγκύκλιο των Ίωνος Δραγούμη και Φ. Φωτιάδη για την συγγραφή αναγνωστικών βιβλίων του δημοτικού. Οι απόψεις της είναι σαφείς και ξεκάθαρες. «Και μιαν ερώτηση ακόμη παρακαλώ. Γιατί στην εγκύκλιό σας παραμερίζετε εντελώς ό, τι αγγίζει την θρησκεία ; Λέτε «Ιερή ιστορία δεν θέλουμε». Αλλά ιερή ιστορία εννοείτε και την ιστορία της Ορθοδοξίας ; Δεν το πιστεύω. Ελληνισμός και Ορθοδοξία είναι συνώνυμες εθνικές εκφράσεις. Η Πόλη χωρίς την Αγιά-Σοφιά δεν έχει νόημα και η ιστορία του Σουλίου είναι ατελείωτη χωρίς τον Σαμουήλ[7]».
_________________

[1] Ζωής Γκενάκου, «Η Πηνελόπη Δέλτα και η ζωή του Χριστού. Το οδοιπορικό μιας συγγραφής», Φιλολογικό Περιοδικό Παρνασσός, τόμος λς΄, Αθήνα 1994.
[2] Το πλήρες κείμενο του άρθρου μετεφράσθη στον «Νουμά», στο φύλλο της 7ης Ιουνίου 1909.
[3] Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, ενθ. Ανωτ., σελ. 69-70 [14/06/1909].
[4] Π. Α. Ζάννα, Ανέκδοτη αλληλογραφία του Π. Βλαστού και της Π. Δέλτα [1925-1926], περ. ελληνικά, τ. 32 (1980), σελ. 123.
[5] Γράφει η Δέλτα στον Βλαστό στις 14 Απριλίου 1926: «Είμεθα ακόμα στον πρώτο σταθμό της αναπτύξεως. Θα περάσουν μία ή δύο γενεές πριν μπορέσει να δεχθεί ο τόπος μας, χωρίς κίνδυνο, άλλο επίπεδο ηθικής ή φιλοσοφίας. Τώρα χρειάζεται η στοιχειώδης ηθική. Δεν είμεθα ακόμα για Νίτσε. Και οι μεταφράσεις του Νίτσε δημιούργησαν τργελαφικές καρικατούρες ‘υπερανθρώπου’».
[6] Π. Δέλτα, Αλληλογραφία, σελ. 92 (01/02/1909, Δέλτα προς Φωτιάδη).
[7] 30//13/12/1907, Δέλτα προς Φωτιάδη.