Δευτέρα 19 Νοεμβρίου 2007

Παγκοσμιοποίηση


Επιστήμες και Ηθική[1]

Από τη δεκαετία του ’70 και μετά, εξωτερικοί παράγοντες αρχίζουν να επηρεάζουν ολοένα και πιο έμμεσα, ολοένα και πιο έντονα τα τεκταινόμενα μέσα στα επιστημονικά εργαστήρια, τις πανεπιστημιακές αίθουσες, ακόμα και τα επιστημονικά συνέδρια. Αυτό οφειλόταν στο γεγονός πως η βασισμένη στην επιστήμη τεχνολογία, της οποίας η δύναμη πολλαπλασιάστηκε με την οικονομική έκρηξη, φαινόταν να επιφέρει θεμελιώδεις, ίσως μάλιστα και αμετάκλητες αλλαγές στον πλανήτη γη ή τουλάχιστον στην γη ως την κατοικία ζώντων οργανισμών. Κι αυτό ήταν ακόμα πιο ανησυχητικό υπό το βάρος της προοπτικής μιας ενδεχόμενης πυρηνικής καταστροφής, εφιάλτη που βίωνε ο μέσος δυτικός και ανατολικός πολίτης κατά τη μακρά διάρκεια της ψυχροπολεμικής αντιπαράθεσης. Και μολονότι ένας πυρηνικός πόλεμος μεταξύ Η.Π.Α. και Ε.Σ.Σ.Δ. αποφεύχθηκε, τελικά, τα παράγωγά της βασισμένης στην επιστήμη οικονομικής ανάπτυξης δεν ήταν δυνατόν να αγνοηθούν. Έτσι το 1973, δύο χημικοί, οι Ρόουλαντ (Rowland) και Μολίνα (Molina) ήταν οι πρώτοι που επεσήμαναν πως οι φθοριούχοι άνθρακες[2] κατέστρεφαν το όζον στην ατμόσφαιρα του πλανήτη. Θα ήταν ίσως πολύ δύσκολο να παρατηρήσει κανείς κάτι τέτοιο νωρίτερα, καθώς η εκπομπή τέτοιων χημικών[3] στην ατμόσφαιρα ανερχόταν συνολικά στους σαράντα χιλιάδες τόνους πριν από τις αρχές της δεκαετίας του ’50[4]. Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 όλοι ήδη γνώριζαν περί της ύπαρξης «τρυπών όζοντος» στην ατμόσφαιρα και το μόνο ερώτημα που απασχολούσε την επιστημονική κοινότητα ήταν το πόσο σύντομα θα προχωρούσε η καταστροφή αυτού του στρώματος του όζοντος, καθώς και το πόσο σύντομα η εξέλιξη αυτή θα έφτανε σε σημείο που θα ξεπερνούσε τις δυνατότητες του πλανήτη να αναπληρώνει με φυσικούς μηχανισμούς τις απώλειες αυτές. Τα αποτελέσματα του φαινομένου του «θερμοκηπίου», της ανεξέλεγκτης δηλαδή ανόδου της θερμοκρασίας του πλανήτη, λόγω των δίχως όριο εκπομπών διαφόρων αερίων[5] αποτέλεσε κύριο ζήτημα για τους ειδήμονες και πολιτικούς, ταυτόχρονα, για πρώτη φορά στην δεκαετία του ’80. Μολονότι ορισμένες φορές η διόγκωση των δεδομένων ήταν προφανής, ο κίνδυνος ήταν πλέον μια αδιαμφισβήτητη πραγματικότητα.

Την ίδια περίπου εποχή, η λέξη «οικολογία»[6] απέκτησε το γνωστό και ημιπολιτικό νόημά της [Νίκολσον (Nicholson), 1977][7]. Το γεγονός αυτό θα μπορούσε άλλωστε να θεωρηθεί η κατακλείδα ή διαφορετικά οι φυσική συνέπεια μιας εποχής εκπληκτικής οικονομικής υπερανάπτυξης, που όμοιά της δεν είχε γνωρίσει ποτέ στο παρελθόν η ανθρωπότητα.

Οι ανησυχίες αυτές θα αρκούσαν για να εξηγήσουν την επιστροφή[8] στο πλάι των φυσικών επιστημών της πολιτικής και της ιδεολογίας, για πρώτη φορά μετά το τέλος της θρησκευτικής ηγεμονίας. Η διείσδυσή τους μέσα στις ίδιες τις επιστήμες θα πάρει σύντομα τη μορφή διαμάχης αναφορικά με την ανάγκη να τεθούν ορισμένα πρακτικά και ηθικά όρια στην επιστημονική έρευνα.

Ουδέποτε άλλοτε, από το τέλος της θεολογικής ηγεμονίας, είχαν εγερθεί τόσο σοβαρά ζητήματα. Δεν αποτελεί άλλωστε έκπληξη το ότι τα ερωτήματα αυτά προήλθαν από εκείνο τον κλάδο των φυσικών επιστημών που πάντα είχε ή έστω φάνηκε να έχει άμεσες συνέπειες στα ανθρώπινα πράγματα: την γενετική δηλαδή και την εξελικτική βιολογία. Διότι μέσα σε δέκα χρόνια από τη λήξη του Β΄ παγκοσμίου πολέμου σημειώθηκε πραγματική επανάσταση στις «ζωντανές» επιστήμες διά μέσου της προόδου που επιτεύχθηκε στο επίπεδο της μοριακής βιολογίας[9] και την αποκάλυψη του καθολικού μηχανισμού της κληρονομικότητας, του «γενετικού κώδικα».
_________________

[1] Ερρίκος Χομπσμπάουμ, «Η εποχή των άκρων», κεφ. 18ο, V, εκδόσεις Θεμέλιο, 1997
[2] Που χρησιμοποιήθηκαν και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ευρύτατα στην κατασκευή των ψυγείων, καθώς και στο παρελθόν στην κατασκευή των περίφημων «αεροζόλ»
[3] CFC 11 και CFC 12 χλωροφθοράνθρακες
[4] Εντούτοις στο διάστημα 1960-1972 η ποσότητα αντίστοιχων εκπομπών στην γήινη ατμόσφαιρα ανήλθε σε πάνω από 3,6 εκατομμύρια τόνους
[5] Το θέμα αυτό άρχισε να συζητείται σοβαρά ήδη από το 1970
[6] Ο όρος «οικολογία» επινοήθηκε για πρώτη φορά το 1873 και χρησιμοποιήθηκε για να υποδηλωθεί ο κλάδος εκείνος της βιολογίας που μελετούσε τις αμοιβαίες σχέσεις των οργανισμών με το περιβάλλον τους
[7] «η οικολογία […] είναι επίσης ο κυριότερος διανοητικός επιστημονικός κλάδος και το κυριότερο εργαλείο που μας επιτρέπει να ελπίζουμε πως η ανθρώπινη εξέλιξη μπορεί να μεταλλαχθεί, μπορεί να μετακινηθεί προς μια νέα πορεία, ούτως ώστε ο άνθρωπος να πάψει να μεταβάλλει σε κόλαση το περιβάλλον από το οποίο εξαρτάται το μέλλον του»
[8] Στην δεκαετία του 1970
[9] Μετά το 1914 μπορούσε να εκλαμβάνεται ως δεδομένο ότι θα έπρεπε και θα μπορούσε ο άνθρωπος να εξηγήσει τη ζωή διά μέσου της φυσικής και της χημείας και όχι υπό το πρίσμα κάποιας προσιδιάζουσας στους ζώντες οργανισμούς ουσίας. «Πώς μπορεί η φυσική και η χημεία να ερμηνεύσουν τα γεγονότα που συντελούνται στο χώρο και στον χρόνο εντός των χωρικών ορίων ενός ζώντος οργανισμού;», αναρωτιόταν ο Σρέντιγκερ (Schroedinger) το 1944. Πράγματι , τα βιοχημικά μοντέλα για την πιθανή προέλευση της ζωής πάνω στην γη, το ηλιακό φως, η μεθάνη, η αμμωνία και το νερό, προτάθηκαν για πρώτη φορά στην δεκαετία του ’20 – έχοντας κυρίως αντιθρησκευτικά κίνητρα – στην Σοβιετική Ρωσία και την Βρετανία και έκτοτε έθεσαν το θέμα στην επιστημονική ημερήσια διάταξη